ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΗΣ
ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΗΣ 1
Εκκλ. 1,1 Ῥήματα ἐκκλησιαστοῦ
υἱοῦ Δαβὶδ βασιλέως Ἰσραὴλ ἐν Ἱερουσαλήμ.
Εκκλ. 1,1 Λογοι του Σολομώντος, υιού του Δαυίδ βασιλέως του
ισραηλιτικού λαού μ Ε πρωτεύουσαν την Ιερουσαλήμ, ο οποίος Σολομών εκλήθη
Εκκλησιαστής, διότι είχε συγκαλέσει εις ηθικοθρησκευτικήν συγκέντρωσιν τους
Ισραηλίτας.
Εκκλ. 1,2 Ματαιότης ματαιοτήτων,
εἶπεν ὁ ἐκκλησιαστής, ματαιότης ματαιοτήτων, τὰ πάντα
ματαιότης.
Εκκλ. 1,2 Εντελώς, μάταια και ανωφελή, είπεν ο Εκκλησιαστής,
ότι είναι όλα όσα δεν σχετίζονται με τον Θεόν και το θέλημά του. Ματαιότης
ματαιοτήτων, όλα ανεξαιρέτως τα επίγεια είναι μάταια.
Εκκλ. 1,3 τίς περισσεία τῷ ἀνθρώπῳ
ἐν παντὶ μόχθῳ αὐτοῦ, ᾧ μοχθεῖ ὑπὸ
τὸν ἥλιον;
Εκκλ. 1,3 Ποίον κέρδος και ποία ωφέλεια απομένει στον
άνθρωπον ύστερα από τον μεγάλον μόχθον, τον οποίον καταβάλλει καθ' όλον το
διάστημα της επιγείου ζωής του;
Εκκλ. 1,4 γενεὰ πορεύεται
καὶ γενεὰ ἔρχεται, καὶ ἡ γῆ εἰς τὸν
αἰῶνα ἕστηκε.
Εκκλ. 1,4 Η μία ανθρωπίνη γενεά πορεύεται και φεύγει, άλλη
δε έρχεται και την διαδέχεται. Η γη όμως ωσάν εις αιώνια θεμέλια εστηριγμένη
μένει πάντοτε.
Εκκλ. 1,5 καὶ ἀνατέλλει
ὁ ἥλιος καὶ δύνει ὁ ἥλιος καὶ εἰς τὸν
τόπον αὐτοῦ ἕλκει.
Εκκλ. 1,5 Ο ήλιος ανατέλλει, ο ήλιος δύει και πάλιν
επανέρχεται στον τόπον, από τον οποίον ανέτειλεν, ως εάν κάποια δύναμις τον
ελκύη.
Εκκλ. 1,6 αὐτὸς ἀνατέλλων
ἐκεῖ πορεύεται πρὸς νότον καὶ κυκλοῖ πρὸς
βοῤῥᾶν· κυκλοῖ κυκλῶν, πορεύεται τὸ
πνεῦμα, καὶ ἐπὶ κύκλους αὐτοῦ ἐπιστρέφει
τὸ πνεῦμα.
Εκκλ. 1,6 Ο ήλιος ανατέλλει εκεί προς τα βορειοανατολικά και
διαγράφων τας κυκλικάς τροχιάς του προχωρεί προς τον νότον και πάλιν
επανέρχεται εις την βορειοανατολικήν περιοχήν. Ο άνεμος επίσης διαγράφει
κύκλους εν τη πορεία του. Διανύει ταχέως τον δρόμον του και επανέρχεται πάλιν
στους κύκλους του.
Εκκλ. 1,7 πάντες οἱ χείμαῤῥοι
πορεύονται εἰς τὴν θάλασσαν, καὶ ἡ θάλασσα οὐκ ἔστιν
ἐμπιπλαμένη· εἰς τὸν τόπον, οὗ οἱ χείμαῤῥοι
πορεύονται, ἐκεῖ αὐτοὶ ἐπιστρέφουσι τοῦ
πορευθῆναι.
Εκκλ. 1,7 Ολοι οι ποταμοί χύνονται εις την θάλασσαν και η
θάλασσα ποτέ δεν γεμίζει. Με την εξάτμισιν δε και την βροχήν οι ποταμοί
επανέρχονται στον τόπον, από τον οποίον πηγάζουν. Εκεί πάλιν γυρίζουν.
Εκκλ. 1,8 πάντες οἱ λόγοι ἔγκοποι·
οὐ δυνήσεται ἀνὴρ τοῦ λαλεῖν, καὶ οὐ
πλησθήσεται ὀφθαλμὸς τοῦ ὁρᾶν, καὶ οὐ
πληρωθήσεται οὖς ἀπὸ ἀκροάσεως.
Εκκλ. 1,8 Ολα τα λόγια των ανθρώπων προκαλούν κόπωσιν και
ανίαν. Ο άνθρωπος δεν ημπορεί να εύρη ικανοποίησιν και ανάπαυσιν ούτε εις τα
ιδικά του ούτε εις των άλλων τα λόγια. Το μάτι δεν χορταίνει να βλέπη και το
αυτί δεν γεμίζει ποτέ, όσα και αν ακούση.
Εκκλ. 1,9 τί τὸ γεγονός; αὐτὸ
τὸ γενησόμενον· καὶ τὶ τό πεποιημένον; αὐτὸ
τὸ ποιηθησόμενον· καί οὐκ ἔστι πᾶν πρόσφατον ὑπὸ
τὸν ἥλιον.
Εκκλ. 1,9 Ποίον είναι αυτό που έχει ήδη γίνει εν τη ροή του
χρόνου; Αυτό το γεγονός θα γίνη και στο μέλλον. Ποιό είναι αυτό, που έχει πραγματοποιηθή
και λάβει ύπαρξιν; Αυτό θα πραγματοποιηθή και στο μέλλον. Τιποτε το νέον δεν
υπάρχει κάτω από τον ήλιον.
Εκκλ. 1,10 ὃς λαλήσει καὶ
ἐρεῖ· ἰδὲ τοῦτο κενόν ἐστιν, ἤδη
γέγονεν ἐν τοῖς αἰῶσι τοῖς γενομένοις ἀπὸ
ἔμπροσθεν ἡμῶν.
Εκκλ. 1,10 Εις εκείνον, ο οποίος θα είπη· “ιδού αυτό είναι
νέον”, θα του δοθή απάντησις· “αυτό έχει ήδη γίνει κατά τους παρελθόντος αιώνας
εις τας γενεάς, αι οποίαι υπήρξαν και έζησαν προ ημών”.
Εκκλ. 1,11 οὐκ ἔστι
μνήμη τοῖς πρώτοις, καί γε τοῖς ἐσχάτοις γενομένοις οὐκ
ἔσται αὐτῶν μνήμη μετὰ τῶν γενησομένων εἰς
τὴν ἐσχάτην.
Εκκλ. 1,11 Τα παρελθόντα γεγονότα λησμονούνται, αλλά και δια
τα πρόσφατα δεν θα υπάρχη ανάμνησις· όπως επίσης και δι' εκείνα, τα οποία θα
συμβούν στο απώτερον μέλλον.
Εκκλ. 1,12 Ἐγὼ ἐκκλησιαστὴς
ἐγενόμην βασιλεὺς ἐπὶ Ἰσραὴλ ἐν Ἱερουσαλήμ·
Εκκλ. 1,12 Εγώ, ο Εκκλησιαστής, έγινα βασιλεύς στον λαόν του
Ισραήλ με πρωτεύουσαν την Ιερουσαλήμ.
Εκκλ. 1,13 καὶ ἔδωκα τὴν
καρδίαν μου τοῦ ἐκζητῆσαι καὶ τοῦ κατασκέψασθαι ἐν
τῇ σοφίᾳ περὶ πάντων τῶν γινομένων ὑπὸ τὸν
οὐρανόν· ὅτι περισπασμὸν πονηρὸν ἔδωκεν ὁ
Θεὸς τοῖς υἱοῖς τῶν ἀνθρώπων τοῦ
περισπάσθαι ἐν αὐτῷ.
Εκκλ. 1,13 Επεδόθην με όλην μου την ψυχήν και την διάνοιαν να
ερευνήσω κατά βάθος με την σοφίαν μου και να γνωρίσω όλα τα επίγεια, όσα έγιναν
και γίνονται υπό τον ουρανόν. Και το συμπέρασμά μου είναι, ότι ο Θεός
παρεχώρησε μεγάλην καταπόνησιν και ταλαιπωρίαν στους ανθρώπους, ώστε να
καταπονούνται αυτοί εις τας ασχολίας των.
Εκκλ. 1,14 εἶδον σὺν
πάντα τὰ ποιήματα τὰ πεποιημένα ὑπὸ τὸν ἥλιον,
καὶ ἰδοὺ τὰ πάντα ματαιότης καὶ προαίρεσις
πνεύματος.
Εκκλ. 1,14 Ηρεύνησα λοιπόν εγώ όλα τα έργα, που έχουν γίνει εις
την γην κάτω από τον ήλιον. Και ιδού ότι όλα αυτά είναι ματαιότης, κυνηγητό
ανέμου και ματαιοπονία.
Εκκλ. 1,15 διεστραμμένον οὐ
δυνήσεται ἐπικοσμηθῆναι, καὶ ὑστέρημα οὐ
δυνήσεται ἀριθμηθῆναι.
Εκκλ. 1,15 Το στραβό και ανάποδο δεν είναι δυνατόν να γίνη
ευθυτενές και ωραίον. Αι δε ατέλειαι και ελλείψεις είναι τόσον μεγάλαι, ώστε
δεν ημπορούν να υπολογισθούν
Εκκλ. 1,16 ἐλάλησα ἐγὼ
ἐν καρδίᾳ μου τῷ λέγειν· ἰδοὺ ἐγὼ
ἐμεγαλύνθην καὶ προσέθηκα σοφίαν ἐπὶ πᾶσιν, οἳ
ἐγένοντο ἔμπροσθέν μου ἐν Ἱερουσαλήμ, καὶ ἔδωκα
καρδίαν μου τοῦ γνῶναι σοφίαν καὶ γνῶσιν.
Εκκλ. 1,16 Εκαμα εγώ ακόμη αυτάς τας σκέψεις και είπα στον
εαυτόν μου· “ιδού, έγινα μεγάλος. Εδοξάσθην μεταξύ των ανθρώπων. Και ως προς
την σοφίαν εξεπέρασα όλους εκείνους, οι οποίοι είχον ζήσει προ εμού εις την
Ιερουσαλήμ. Εδωκα την ψυχήν μου και την διάνοιάν μου στο να γνωρίσω την
ανθρωπίνην σοφίαν και γνώσιν.
Εκκλ. 1,17 καὶ καρδία μου εἶδε
πολλά, σοφίαν καὶ γνῶσιν, παραβολὰς καὶ ἐπιστήμην
ἔγνων ἐγώ, ὅτι καί γε τοῦτό ἐστι προαίρεσις
πνεύματος·
Εκκλ. 1,17 Η ψυχή και ο νους μου εγνώρισαν πολλά. Απέκτησα
σοφίαν και γνώσιν. Εμαθα εγώ διδακτικάς παροιμίας και επιστήμην”. Είδα όμως
επάνω εις τα πράγματα ότι όλα αυτά δεν είναι τίποτε άλλο, παρά ορμή του
παρερχομένου ανέμου.
Εκκλ. 1,18 ὅτι ἐν
πλήθει σοφίας πλῆθος γνώσεως, καὶ ὁ προστιθεὶς γνῶσιν
προσθήσει ἄλγημα.
Εκκλ.
1,18 Εις την πολλήν σοφίαν
υπάρχει βεβαίως και πολλή γνώσις. Οποιος όμως θέλει να πλουτίση αυτάς τας γνώσστου,
θα προσθέση στον εαυτόν του κόπον και πόνον και απογοήτευσιν.
ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΗΣ 2
Εκκλ. 2,1 Εἶπον ἐγὼ
ἐν καρδίᾳ μου· δεῦρο δὴ πειράσω σε ἐν εὐφροσύνῃ,
καὶ ἰδὲ ἐν ἀγαθῷ· καὶ ἰδοὺ
καί γε τοῦτο ματαιότης.
Εκκλ. 2,1 Είπα εγώ τότε από μέσα μου στον εαυτόν μου· “αφού
εις την σοφίαν και την επιστήμην δεν υπάρχει ικανοποίησις, έλα λοιπόν, θα σε
κάμω να δοκιμάσης την ηδονήν και την ευχαρίστησιν. Να απολαύσης κάθε υλικόν
αγαθόν”. Αυτό και έγινε. Ιδού όμως ότι η υλική αυτή απόλαυσις ήτο καθαρά
ματαιότης.
Εκκλ. 2,2 τῷ γέλωτι εἶπα
περιφοράν, καὶ τῇ εὐφροσύνῃ· τί τοῦτο ποιεῖς;
Εκκλ. 2,2 Δια τα πολλά και ατελείωτα γέλια είπα ότι είναι
παράφορα και ανοησία. Εις δε την αμαρτωλήν διασκέδασιν είπα· “διατί το κάνεις
αυτό;”
Εκκλ. 2,3 καὶ κατεσκεψάμην
εἰ ἡ καρδία μου ἑλκύσει ὡς οἶνον τὴν σάρκα
μου -καὶ καρδία μου ὡδήγησεν ἐν σοφίᾳ- καὶ τοῦ
κρατῆσαι ἐπ᾿ εὐφροσύνην, ἕως οὗ ἴδω
ποῖον τὸ ἀγαθὸν τοῖς υἱοῖς τῶν ἀνθρώπων,
ὃ ποιήσουσιν ὑπὸ τὸν ἥλιον, ἀριθμὸν ἡμερῶν
ζωῆς αὐτῶν.
Εκκλ. 2,3 Επειτα εσκέφθην πολύ. Και λογικώς σκεπτόμενος
επεδίωξα κατά την απόλαυσιν των υλικών αγαθών να συγκρατήσω τον εαυτόν μου εις
τα όρια της λογικής και να μη παρασυρθώ από τας ηδονάς, όπως ελκύεται ο
άνθρωπος από το κρασί, δια να ίδω ποίον είναι το αγαθόν, το οποίον οι άνθρωποι
πρέπει να πράξουν καθ' όλας τας ημέρας της επιγείου ζωής των.
Εκκλ. 2,4 ἐμεγάλυνα ποίημά
μου, ᾠκοδόμησά μοι οἴκους. ἐφύτευσά μοι ἀμπελῶνας,
Εκκλ. 2,4 Επεδίωξα λοιπόν τα μεγάλα έργα. Εκτισα οικοδομάς
μεγαλοπρεπείς. Εφύτευσα δια τον εαυτόν μου αμπελώνας.
Εκκλ. 2,5 ἐποίησά μοι
κήπους καὶ παραδείσους καὶ ἐφύτευσα ἐν αὐτοῖς
ξύλον πᾶν καρποῦ·
Εκκλ. 2,5 Περιέκλεισα κήπους και δενδροκήπους και εφύτευσα
εις αυτούς δένδρα καρποφόρα παντός είδους.
Εκκλ. 2,6 ἐποίησά μοι
κολυμβήθρας ὑδάτων τοῦ ποτίσαι ἀπ᾿ αὐτῶν
δρυμὸν βλαστῶντα ξύλα·
Εκκλ. 2,6 Διέταξα και εκτίσθησαν δεξαμεναί υδάτων, δια να
ποτίζωνται από αυτάς όλα τα χλοερά δένδρα του δάσους.
Εκκλ. 2,7 ἐκτησάμην δούλους
καὶ παιδίσκας, καὶ οἰκογενεῖς ἐγένοντό μοι, καί
γε κτῆσις βουκολίου καὶ ποιμνίου πολλὴ ἐγένετό μοι ὑπὲρ
πάντας τοὺς γενομένους ἔμπροσθέν μου ἐν Ἱερουσαλήμ·
Εκκλ. 2,7 Ηγόρασα ως κτήμα μου δούλους και δούλας. Και τα
παιδιά, που αυτοί εγέννησαν εις τα ανάκτορά μου, έγιναν ιδικά μου. Απέκτησα
μεγάλα κοπόδια βοϊδιών και προβάτων, περισσότερα από όσα είχαν αποκτήσει όλοι εκείνοι,
που υπήρξαν προ εμού εις την Ιερουσαλήμ.
Εκκλ. 2,8 συνήγαγόν μοι καί γε ἀργύριον
καὶ χρυσίον καὶ περιουσιασμοὺς βασιλέων καὶ τῶν
χωρῶν· ἐποίησά μοι ᾄδοντας καὶ ᾀδούσας καὶ
ἐντρυφήματα υἱῶν ἀνθρώπων, οἰνοχόον καὶ οἰνοχόας·
Εκκλ. 2,8 Συνεκέντρωσα δια τον εαυτόν μου άργυρον και χρυσόν,
θησαυρούς και περιουσίας βασιλέων και ολοκλήρων περιοχών. Είχα προς διασκέδασίν
μου τραγουδιστάς και τραγουδιστρίας. Εκαμα ιδικάς μου και εγνώρισα όλας τας
διασκεδάσεις και απολαύσεις των ανθρώπων. Είχα οινοχόους και οινοχόας, δια να
με κερνούν κρασί.
Εκκλ. 2,9 καὶ ἐμεγαλύνθην
καὶ προσέθηκα παρὰ πάντας τοὺς γενομένους ἔμπροσθέν μου
ἐν Ἱερουσαλήμ· καί γε σοφία μου ἐστάθη μοι.
Εκκλ. 2,9 Εφθασα εις μεγαλείον και δόξαν και εξεπέρασα όλους
τους ανθρώπους, οι οποίοι προ έμού είχαν ζήσει εις την Ιερουσαλήμ. Εν μέσω όμως
όλων αυτών των μεγαλείων και των απολαύσεων η σοφία μου μου συμπαρεστάθη, ώστε
να μη εκτραπώ ανεπανορθώτως.
Εκκλ. 2,10 καὶ πᾶν, ὃ
ᾔτησαν οἱ ὀφθαλμοί μου, οὐκ ἀφεῖλον ἀπ᾿
αὐτῶν, οὐκ ἀπεκώλυσα τὴν καρδίαν μου ἀπὸ
πάσης εὐφροσύνης, ὅτι καρδία μου εὐφράνθη ἐν παντὶ
μόχθῳ μου, καὶ τοῦτο ἐγένετο μερίς μου ἀπὸ
παντὸς μόχθου.
Εκκλ. 2,10 Καθε τι, το οποίον επεθύμησαν οι οφθαλμοί μου, δεν
τους το εστέρησα και δεν ημπόδισα την καρδίαν μου να απολαύση κάθε τέρψιν και
χαράν. Η καρδία μου απήλαυσεν όλα τα αγαθά των ταλαιπωριών και των κόπων μου.
Αυτό άλλωστε υπήρξε και το κέρδος όλων των κόπων της ζωής μου.
Εκκλ. 2,11 καὶ ἐπέβλεψα
ἐγὼ ἐν πᾶσι ποιήμασί μου, οἷς ἐποίησαν αἱ
χεῖρές μου, καὶ ἐν μόχθῳ, ᾧ ἐμόχθησα τοῦ
ποιεῖν, καὶ ἰδοὺ τὰ πάντα ματαιότης καὶ
προαίρεσις πνεύματος, καὶ οὐκ ἔστι περισσεία ὑπὸ
τὸν ἥλιον.
Εκκλ. 2,11 Και έπειτα από όλας αυτάς τας τέρψεις και τας
απολαύσεις έρριψα εγώ ένα βλέμμα εις όλα όσα έπραξα, εις όλα όσα κατεσκεύασαν
τα χέριά μου, εις όλα όσα με κόπον και ταλαιπωρίαν ηγωνίσθην να αποκτήσω, και
έβγαλα το συμπέρασμα, ότι όλα αυτά είναι ματαιότης. Κούφια ορμή παρερχομένου
ανέμου και ότι δεν υπάρχει κανένα μόνιμον κέρδος, καμμία ωφέλεια κάτω από τον
ήλιον.
Εκκλ. 2,12 καὶ ἐπέβλεψα
ἐγὼ τοῦ ἰδεῖν σοφίαν καὶ περιφορὰν
καί ἀφροσύνην· ὅτι τίς ἄνθρωπος, ὃς ἐπελεύσεται
ὀπίσω τῆς βουλῆς τὰ ὅσα ἐποίησεν αὐτήν;
Εκκλ. 2,12 Ερριψα εγώ το βλέμμα μου, δια να ίδω και γνωρίσω τι
διαφέρει η σοφία από την παραφοράν και μωρίαν των ανθρώπων. Διότι ποιός
άνθρωπος εις όλον του τον βίον ακολουθεί την σοφίαν και την σύνεσιν εις τας
πράξεις, τας οποίας αυτή εμπνέει και ενεργεί;
Εκκλ. 2,13 καὶ εἶδον ἐγὼ
ὅτι ἐστὶ περισσεία τῇ σοφίᾳ ὑπὲρ τὴν
ἀφροσύνην, ὡς περισσεία τοῦ φωτὸς ὑπὲρ τὸ
σκότος.
Εκκλ. 2,13 Από την παρατήρησιν και εξέτασιν αυτήν είδον εγώ,
ότι υπάρχει μεγάλη υπεροχή της σοφίας απέναντι της αφροσύνης, όση υπεροχή
υπάρχει στο φως απέναντι του σκότους.
Εκκλ. 2,14 τοῦ σοφοῦ οἱ
ὀφθαλμοὶ αὐτοῦ ἐν κεφαλῇ αὐτοῦ,
καὶ ὁ ἄφρων ἐν σκότει πορεύεται· καὶ ἔγνων
καί γε ἐγὼ ὅτι συνάντημα ἓν συναντήσεται τοῖς πᾶσιν
αὐτοῖς.
Εκκλ. 2,14 Οι οφθαλμοί του σοφού ανθρώπου ευρίσκονται ανοικτοί
πάντοτε εις την κεφαλήν του, ώστε να βλέπη που πορεύεται και τι πράττει. Ενῷ στον ασύνετον δεν υπάρχουν οφθαλμοί
και βαδίζει μέσα στο σκότος. Εν τούτοις εγώ κατενόησα, ότι, παρά την διαφοράν
αυτήν, ο σοφός και ο μωρός θα έχουν μίαν κοινήν συνάντησιν· θα συναντηθούν και
οι δύο στον θάνατον.
Εκκλ. 2,15 καὶ εἶπα ἐγὼ
ἐν καρδίᾳ μου· ὡς συνάντημα τοῦ ἄφρονος καί
γε ἐμοὶ συναντήσεταί μοι, καὶ ἱνατί ἐσοφισάμην ἐγώ;
τότε περισσὸν ἐλάλησα ἐν καρδίᾳ μου, διότι ὁ ἄφρων
ἐκ περισσεύματος λαλεῖ, ὅτι καί γε τοῦτο ματαιότης.
Εκκλ. 2,15 Εσκέφθην, λοιπόν, εγώ εσωτερικώς και είπα στον
εαυτόν μου. “Αφού, όπως θα αποθάνη ο μωρός, θα αποθάνω και εγώ, διατί τότε
εκοπίασα να αποκτήσω σοφίαν;” Εσκέφθην τότε πιο πολύ από μέσα μου και είπα· “ο
άφρων ομιλεί ανοησίας από το περίσσευμα της καρδίας του και η ιδική μου σοφία
είναι άραγε ματαιότης.
Εκκλ. 2,16 ὅτι οὐκ ἔστιν
ἡ μνήμη τοῦ σοφοῦ μετὰ τοῦ ἄφρονος εἰς
τὸν αἰῶνα, καθότι ἤδη αἱ ἡμέραι ἐρχόμεναι
τὰ πάντα ἐπελήσθη· καὶ πῶς ἀποθανεῖται
ὁ σοφὸς μετὰ τοῦ ἄφρονος;
Εκκλ. 2,16 Διότι τόσον η ανάμνησις του σοφού όσον και η
ανάμνησις του μωρού δεν θα μείνη αιωνία. Καθοτι αι ημέραι και οι χρόνοι, που θα
ακολουθήσουν, θα κάμουν να λησμονηθούν τα πάντα. Και πως, λοιπόν, ο σοφός
πεθαίνει και λησμονείται, όπως και ο ανόητος;”
Εκκλ. 2,17 καὶ ἐμίσησα
σὺν τὴν ζωήν, ὅτι πονηρὸν ἐπ᾿ ἐμὲ
τὸ ποίημα τὸ πεποιημένον ὑπὸ τὸν ἥλιον, ὅτι
πάντα ματαιότης καὶ προαίρεσις πνεύματος.
Εκκλ. 2,17 Αηδίασα εγώ την επίγειον ζωήν, διότι κατ' εμέ είναι
ταλαιπωρία και ματαιότης κάθε έργον, που γίνεται κάτω από τον ήλιον εις την
γην, διότι όλα είναι μάταια και κούφια, σαν πνοή διερχομένου ανέμου.
Εκκλ. 2,18 καὶ ἐμίσησα
ἐγὼ σὺν πάντα μόχθον μου, ὃν ἐγὼ κοπιῶ
ὑπὸ τὸν ἥλιον, ὅτι ἀφίω αὐτὸν τῷ
ἀνθρώπῳ τῷ γινομένῳ μετ᾿ ἐμέ·
Εκκλ. 2,18 Και απεστράφην εγώ όλας τας ταλαιπωρίας και τους
κόπους μου, στους οποίους υπεβλήθην ζων εις την γην κάτω από τον ήλιον, διότι
αυτούς τους κόπους μου τους αφήνω στον άγνωστόν μου άνθρωπον, ο οποίος θα με
διαδεχθή.
Εκκλ. 2,19 καὶ τίς οἶδεν
εἰ σοφὸς ἔσται ἢ ἄφρων; καὶ εἰ ἐξουσιάζεται
ἐν παντὶ μόχθῳ μου, ᾧ ἐμόχθησα καὶ ᾧ ἐσοφισάμην
ὑπὸ τὸν ἥλιον; καί γε τοῦτο ματαιότης.
Εκκλ. 2,19 Και ποιός γνωρίζει, εάν αυτός θα είναι σοφός η
ασύνετος; Και εάν αυτός θα εξουσιάζη και θα διαχειρίζεται καλώς τα αγαθά των
κόπων μου, δια τα οποία εγώ σκληρά ειργάσθην και δια της σοφίας μου τα απέκτησα
ζων κάτω από τον ήλιον; Και αυτό βεβαίως είναι ματαιότης.
Εκκλ. 2,20 καὶ ἐπέστρεψα
ἐγὼ τοῦ ἀποτάξασθαι τὴν καρδίαν μου ἐν παντὶ
μόχθῳ μου, ᾧ ἐμόχθησα ὑπὸ τὸν ἥλιον,
Εκκλ. 2,20 Εγύρισα τότε και απεφάσισα να κάμω την καρδίαν μου,
να απαρνηθή όλους τους κόπους μου, στους οποίους υπεβλήθην ζων εις την γην.
Εκκλ. 2,21 ὅτι ἐστὶν
ἄνθρωπος, ὅτι μόχθος αὐτοῦ ἐν σοφίᾳ καὶ
ἐν γνώσει καὶ ἐν ἀνδρείᾳ, καὶ ἄνθρωπος,
ὃς οὐκ ἐμόχθησεν ἐν αὐτῷ, δώσει αὐτῷ
μερίδα αὐτοῦ. καί γε τοῦτο ματαιότης καὶ πονηρία
μεγάλη·
Εκκλ. 2,21 Διότι εσκέφθην, ότι υπάρχει άνθρωπος, όπως εγώ, ο
οποίος με κάθε σοφίαν και γνώσιν και δραστηριότητα εκοπίασε δια την απόκτησιν
αγαθών, και άνθρωπος ο οποίος δεν εκοπίασε δι' αυτά. Και ο πρώτος θα αφήση στον
δεύτερον τα αγαθά του ως κληρονομίαν του. Αυτό βέβαια είναι μάταιον και πολύ
καταθλιπτικόν.
Εκκλ. 2,22 ὅτι γίνεται τῷ
ἀνθρώπῳ ἐν παντὶ μόχθῳ αὐτοῦ καὶ
ἐν προαιρέσει καρδίας αὐτοῦ, ᾧ αὐτὸς μοχθεῖ
ὑπὸ τὸν ἥλιον.
Εκκλ. 2,22 Διότι τι απομένει στον άνθρωπον από όλον τον κόπον
του, στον οποίον υπεβλήθη κάτω οπό τον ήλιον και από όλην την διάθεσιν της
καρδίας του;
Εκκλ. 2,23 ὅτι πᾶσαι αἱ
ἡμέραι αὐτοῦ ἀλγημάτων καὶ θυμοῦ περισπασμὸς
αὐτοῦ, καί γε ἐν νυκτὶ οὐ κοιμᾶται ἡ
καρδία αὐτοῦ· καί γε τοῦτο ματαιότης ἐστίν.
Εκκλ. 2,23 Διότι όλαι αι ημέραι της ζωής του ανθρώπου είναι
ταλαιπωρία και κόπος και πόνος και ανησυχία, κατά δε την νύκτα δεν ησυχάζει ο
νους και η καρδία του εξ αιτίας των μεριμνών του. Αυτό είναι ματαιότης.
Εκκλ. 2,24 οὐκ ἔστιν ἀγαθὸν
ἀνθρώπῳ, ὃ φάγεται καὶ ὃ πίεται καὶ ὃ
δείξει τῇ ψυχῇ αὐτοῦ ἀγαθὸν ἐν μόχθῳ
αὐτοῦ. καί γε τοῦτο εἶδον ἐγὼ ὅτι ἀπὸ
χειρὸς τοῦ Θεοῦ ἐστιν·
Εκκλ. 2,24 Και λοιπόν δεν υπάρχει δια τον άνθρωπον άλλο αγαθόν,
ειμή μόνον εκείνο το οποίον θα φάγη και θα πίη και το οποίον θα προσφέρη προς
τέρψιν και ευχαρίστησιν εις την ψυχήν του· αγαθόν, το οποίον απέκτησε με τον
κόπον του. Εγώ αυτό είδον και εξηκρίβωσα επάνω εις τα πράγματα, ότι αυτό το αγαθόν
έχει δοθή από το χέρι του Θεού στον άνθρωπον.
Εκκλ. 2,25 ὅτι τίς φάγεται
καὶ τίς πίεται πάρεξ αὐτοῦ;
Εκκλ. 2,25 Διότι, πράγματι, ποιός ημπορεί να φάγη και να πίη
κάτι χωρίς την θέλησιν του Θεού;
Εκκλ. 2,26 ὅτι τῷ ἀνθρώπῳ
τῷ ἀγαθῷ πρὸ προσώπου αὐτοῦ ἔδωκε
σοφίαν καὶ γνῶσιν καὶ εὐφροσύνην· καί τῷ ἁμαρτάνοντι
ἔδωκε περισπασμὸν τοῦ προσθεῖναι καὶ τοῦ
συναγαγεῖν, τοῦ δοῦναι τῷ ἀγαθῷ πρὸ
προσώπου τοῦ Θεοῦ· ὅτι καί γε τοῦτο ματαιότης καὶ
προαίρεσις πνεύματος.
Εκκλ.
2,26 Διότι ο Θεός στον
άνθρωπον, που τον βλέπει αγαθόν, έδωσε σοφίαν και γνώσιν και χαράν. Εις δε τον
αμαρτωλόν έδωσεν αγωνιώδη απασχόλησιν, δια να θησαυρίζη και να συγκεντρώνη
υλικά αγαθά, ώστε να αφήση αυτά στον άνθρωπον τον αγαθόν ενώπιον του Θεού. Αλλά
και αυτά είναι ματαιότης. Κούφια πνοή του ανέμου, που έρχεται και παρέρχεται.
ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΗΣ 3
Εκκλ. 3,1 Τοῖς πᾶσι
χρόνος καὶ καιρὸς τῷ παντὶ πράγματι ὑπὸ τὸν
οὐρανόν.
Εκκλ. 3,1 Εις όλα υπάρχει ο κατάλληλος καιρός δια να
πραγματοποιηθή δε κάθε έργον κάτω από τον ουρανόν, πρέπει να δοθή η κατάλληλος
ευκαιρία.
Εκκλ. 3,2 καιρὸς τοῦ
τεκεῖν καὶ καιρὸς τοῦ ἀποθανεῖν, καιρὸς
τοῦ φυτεῦσαι καὶ καιρὸς τοῦ ἐκτῖλαι τὸ
πεφυτευμένον,
Εκκλ. 3,2 Υπάρχει ωρισμένος καιρός, που όταν συμπληρωθή, θα
γίνη ο τοκετός και ωρισμένος καιρός του θανάτου, ωρισμένος ο καιρός της
φυτεύσεως και ωρισμένος ο καιρός, που θα εκριζωθή το φυτευθέν.
Εκκλ. 3,3 καιρὸς τοῦ ἀποκτεῖναι
καὶ καιρὸς τοῦ ἰάσασθαι, καιρὸς τοῦ καθελεῖν
καὶ καιρὸς τοῦ οἰκοδομεῖν,
Εκκλ. 3,3 Υπάρχει ωρισμένος καιρός, που θα διαταχθή η
εκτέλεσίς του ενόχου, όπως και ωρισμένος καιρός να αποτραπή ο θάνατος και να
του χαρισθή η ζωη. Καιρός δια να κρημνίση ο άνθρωπος, και καιρός, δια να
ανοικοδόμηση.
Εκκλ. 3,4 καιρὸς τοῦ
κλαῦσαι καὶ καιρὸς τοῦ γελάσαι, καιρὸς τοῦ
κόψασθαι καὶ καιρὸς τοῦ ὀρχήσασθαι,
Εκκλ. 3,4 Υπάρχει ωρισμένος καιρός, δια να κλαύση κανείς,
και ωρισμένος καιρός δια να γελάση. Ωρισμένος καιρός δια θρήνους και κοπετούς,
και ωρισμένος καιρός δια να χορεύση κανείς και εκδηλώση την χαράν του.
Εκκλ. 3,5 καιρὸς τοῦ
βαλεῖν λίθους καὶ καιρὸς τοῦ συναγαγεῖν λίθους,
καιρὸς τοῦ περιλαβεῖν καὶ καιρὸς τοῦ
μακρυνθῆναι ἀπὸ περιλήψεως,
Εκκλ. 3,5 Υπάρχουν περιστάσεις, που θα πετά κανείς τους
λίθους ως αχρήστους, και άλλοτε που θα μαζεύη λίθους προς οικοδομήν. Αλλοτε
πάλιν θα εναγκαλίζεται και άλλοτε θα απομακρύνεται από τας περιπτύξεις.
Εκκλ. 3,6 καιρὸς τοῦ
ζητῆσαι καὶ καιρὸς τοῦ ἀπολέσαι, καιρὸς τοῦ
φυλάξαι καὶ καιρὸς τοῦ ἐκβαλεῖν,
Εκκλ. 3,6 Υπάρχει καιρός, κατά τον οποίον θα αναζητήση
κανείς και θα εύρη, και καιρός κατά τον οποίον θα χάση. Αλλοτε θα αποθηκεύη και
θα βάλη κατά μέρος τα συναχθέντα, και άλλοτε θα βγάλη αυτά από την αποθήκην και
θα τα εξοδεύση.
Εκκλ. 3,7 καιρὸς τοῦ ῥῆξαι
καὶ καιρὸς τοῦ ῥάψαι, καιρὸς τοῦ σιγᾶν
καὶ καιρὸς τοῦ λαλεῖν,
Εκκλ. 3,7 Είναι καιρός κατά τον οποίον θα διαρρήξη κανείς τα
ενδύματα του εις ένδειξιν πένθους και αποδοκιμασίας, και πάλιν είναι καιρός
κατά τον οποίον θα ράψη τα ρούχα του. Καιρός σιωπής και καιρός, κατά τον οποίον
έχει το δικαίωμα κανείς να ομιλήση.
Εκκλ. 3,8 καιρὸς τοῦ
φιλῆσαι καὶ καιρὸς τοῦ μισῆσαι, καιρὸς
πολέμου καὶ καιρὸς εἰρήνης.
Εκκλ. 3,8 Καιρός να αγαπήση και καιρός να μισήση. Καιρός
προς πόλεμον και καιρός προς σύναψιν ειρήνης.
Εκκλ. 3,9 τίς περισσεία τοῦ
ποιοῦντος ἐν οἷς αὐτὸς μοχθεῖ;
Εκκλ. 3,9 Ποίον λοιπόν, κέρδος απομένει εις εκείνον, ο
οποίος πράττει όσα ανωτέρω ελέχθησαν, και δια τα οποία κοπιάζει εις όλην του
την ζωήν; Κανένα.
Εκκλ. 3,10 εἶδον σὺν
πάντα τὸν περισπασμόν, ὃν ἔδωκεν ὁ Θεὸς τοῖς
υἱοῖς τῶν ἀνθρώπων τοῦ περισπᾶσθαι ἐν
αὐτῷ.
Εκκλ. 3,10 Είδα εγώ και επρόσεξα ακόμη όλην την ταλαιπωρίαν και
προσπάθειαν, που έδωκεν ο Θεός στους ανθρώπους, ώστε να περισπώνται συνεχώς με
αυτήν.
Εκκλ. 3,11 σύμπαντα, ἃ ἐποίησε,
καλὰ ἐν καιρῷ αὐτοῦ, καί γε σὺν τὸν αἰῶνα
ἔδωκεν ἐν καρδίᾳ αὐτῶν, ὅπως μὴ εὕρῃ
ὁ ἄνθρωπος τὸ ποίημα, ὃ ἐποίησεν ὁ Θεὸς
ἀπ᾿ ἀρχῆς καὶ μέχρι τέλους.
Εκκλ. 3,11 Τα σύμπαντα όμως, όσα εδημιούργησεν ο Θεός στον
κατάλληλον καιρόν των, είναι καλά λίαν. Και την αίσθησιν του χρόνου έδωκεν ο
Θεός εις την διάνοιαν των ανθρώπων. Δεν επέτρεψεν όμως ο Θεός και ούτε ημπορεί
ο άνθρωπος να κατανοήση το έργον του Θεού απ' αρχής μέχρι τέλους, το σχέδιον
της δημιουργίας και το νόημα της Ιστορίας.
Εκκλ. 3,12 ἔγνων ὅτι οὐκ
ἔστιν ἀγαθὸν ἐν αὐτοῖς, εἰ μὴ
τοῦ εὐφρανθῆναι καὶ τοῦ ποιεῖν ἀγαθὸν
ἐν ζωῇ αὐτοῦ.
Εκκλ. 3,12 Κατέληξα στο συμπέρασμα, ότι δεν υπάρχει άλλη ευτυχία
στον άνθρωπον, ειμή το να απολαμβάνη εν μέτρω τα υλικά αγαθά και να πράττη το
καλόν και την ευεργεσίαν καθ' όλον το διάστημα της ζωής του.
Εκκλ. 3,13 καί γε πᾶς ἄνθρωπος,
ὃς φάγεται καὶ πίεται καὶ ἴδῃ ἀγαθὸν ἐν
παντὶ μόχθῳ αὐτοῦ, δόμα Θεοῦ ἐστιν.
Εκκλ. 3,13 Ευτυχής είναι ακόμη ο άνθρωπος ο οποίος θα φάγη και
θα πίη και θα ίδη τα αγαθά εκ των κόπων του. Ας έχη όμως υπ' όψιν του, ότι αυτό
είναι δωρεά του Θεού.
Εκκλ. 3,14 ἔγνων ὅτι
πάντα, ὅσα ἐποίησεν ὁ Θεός, αὐτὰ ἔσται εἰς
τὸν αἰῶνα· ἐπ᾿ αὐτῷ οὐκ ἔστι
προσθεῖναι, καὶ ἀπ᾿ αὐτοῦ οὐκ ἔστιν
ἀφελεῖν, καὶ ὁ Θεὸς ἐποίησεν, ἵνα
φοβηθῶσιν ἀπὸ προσώπου αὐτοῦ.
Εκκλ. 3,14 Εγνώρισα εγώ, και γνωρίζω καλά, ότι όλα τα
δημιουργήματα, που έκαμεν ο Θεός είνα αμετάβλητα και παραμένουν αιώνια. Εις
κάθε έργον του Θεού δεν ημπορεί κανείς ούτε να προσθέση ούτε να αφαιρέση κάτι.
Ο Θεός τα εδημιούργησε κατά τέτοιον τρόπον, ώστε οι άνθρωποι, όταν τα βλέπουν,
να σέβωνται αυτόν και να υποτάσσωνται στο θέλημά του.
Εκκλ. 3,15 τὸ γενόμενον ἤδη
ἐστί, καὶ ὅσα τοῦ γίνεσθαι, ἤδη γέγονε, καὶ
ὁ Θεὸς ζητήσει τὸν διωκόμενον.
Εκκλ. 3,15 Εκείνο το οποίον έχει ήδη γίνει, υπάρχει. Εκείνο το
οποίον μέλλει να γίνη, ενώπιον του Θεού είναι ωσάν να έχη γίνει. Ο δε Θεός της
δικαιοσύνης θα αναζητήση και θα υπερασπίση αυτόν, που αδίκως καταδιώκεται.
Εκκλ. 3,16 Καὶ ἔτι εἶδον
ὑπὸ τὸν ἥλιον τόπον τῆς κρίσεως, ἐκεῖ
ὁ ἀσεβής, καὶ τόπον τοῦ δικαίου, ἐκεῖ ὁ
ἀσεβής.
Εκκλ. 3,16 Είδα ακόμη εγώ κάτω από τον ήλιον επάνω εις την γην
τα δικαστήρια. Και εκεί εκάθητο ο ασεβής ως κριτής, δια να δικάση. Είδα ότι
στον τόπον, όπου έπρεπε να κάθεται ο δίκαιος, εκάθητο ο ασεβής.
Εκκλ. 3,17 καὶ εἶπα ἐγὼ
ἐν καρδίᾳ μου· σὺν τὸν δίκαιον καὶ σὺν
τὸν ἀσεβῆ κρινεῖ ὁ Θεός, ὅτι καιρὸς τῷ
παντὶ πράγματι καὶ ἐπὶ παντὶ τῷ ποιήματι ἐκεῖ.
Εκκλ. 3,17 Εσκέφθην, λοιπόν, εγώ από μέσα μου και είπα· “ο Θεός
θα κρίνη δικαίως τον δίκαιον και τον ασεβή, διότι δια κάθε πράγμα και δια κάθε
έργον θα έλθη ο κατάλληλος καιρός· της αμοιβής η της τιμωρίας”.
Εκκλ. 3,18 εἶπα ἐγὼ
ἐν καρδίᾳ μου περὶ λαλιᾶς υἱῶν τοῦ ἀνθρώπου,
ὅτι διακρινεῖ αὐτοὺς ὁ Θεός, καὶ τοῦ
δεῖξαι ὅτι αὐτοὶ κτήνη εἰσί.
Εκκλ. 3,18 Εσκέφθην εγώ από μέσα μου και είπα· ότι ο Θεός θα
ξεχωρίση τότε τους ανθρώπους και θα φανερώση, ότι οι αμαρτωλοί άνθρωποι δεν
διαφέρουν από τα κτήνη, παρά μόνον κατά την λαλιάν.
Εκκλ. 3,19 καί γε αὐτοῖς
συνάντημα υἱῶν τοῦ ἀνθρώπου καὶ συνάντημα τοῦ
κτήνους, συνάντημα ἓν αὐτοῖς· ὡς ὁ θάνατος
τούτου, οὕτως καὶ ὁ θάνατος τούτου, καὶ πνεῦμα ἓν
τοῖς πᾶσι· καὶ τί ἐπερίσσευσεν ὁ ἄνθρωπος
παρὰ τὸ κτῆνος; οὐδέν, ὅτι πάντα ματαιότης.
Εκκλ. 3,19 Διότι το τέλος όλων των ανθρώπων και το τέλος του
κτήνους είναι το ίδιο. Θα συναντηθούν στον θάνατον. Οπως είναι ο θάνατος του
ζώου, ετσι είναι και ο σωματικός θάνατος του ανθρώπου. Και εις όλους, ανθρώπους
και ζώα, φαίνεται, σαν να υπάρχη το ίδιο πνεύμα. Και επομένως από απόψεως φυσιολογικής
τι εκέρδησεν ο άνθρωπος περισσότερον από το κτήνος; Τιποτε, διότι όλα είναι
μάταια.
Εκκλ. 3,20 τὰ πάντα εἰς
τόπον ἕνα· τὰ πάντα ἐγένετο ἀπὸ τοῦ
χοός, καὶ τὰ πάντα ἐπιστρέψει εἰς τὸν χοῦν.
Εκκλ. 3,20 Τα πάντα, ζώα και άνθρωποι, θα καταντήσουν εις ένα
τόπον· εις την γην. Ολα εγιναν από το χώμα και όλα θα επιστρέψουν στο χώμα.
Εκκλ. 3,21 καὶ τίς οἶδε
τὸ πνεῦμα υἱῶν τοῦ ἀνθρώπου, εἰ ἀναβαίνει
αὐτὸ ἄνω, καὶ τὸ πνεῦμα τοῦ κτήνους,
εἰ καταβαίνει αὐτὸ κάτω εἰς τὴν γῆν;
Εκκλ. 3,21 Και ποιός, αλήθεια, βάσει μόνον της ανθρωπίνης
σοφίας, γνωρίζει, αν η ψυχή του ανθρώπου μετά τον θάνατον ανεβαίνη προς τα
επάνω στον ουρανόν και η πνοή του κτήνους κατεβαίνει κάτω εις την γην;
Εκκλ. 3,22 καὶ εἶδον ὅτι
οὐκ ἔστιν ἀγαθὸν εἰ μὴ ὃ εὐφρανθήσεται
ὁ ἄνθρωπος ἐν ποιήμασιν αὐτοῦ, ὅτι αὐτὸ
μερὶς αὐτοῦ· ὅτι τίς ἄξει αὐτὸν
τοῦ ἰδεῖν ἐν ᾧ ἐὰν γένηται μετ᾿
αὐτόν;
Εκκλ.
3,22 Είδον επάνω εις τα
πράγματα και κατέληξα στο συμπέρασμα, ότι δεν υπάρχει αγαθόν εις τα έργα και
τους κόπους του ανθρώπου, ειμή μόνον εκείνο το οποίον θα απολαμβάνη κατά το
διάστημα της ζωής του. Αυτή είναι η κληρονομία του και το μερίδιόν του. Διότι
ποιός άλλος άνθρωπος είναι δυνατόν να οδηγήση αυτόν, δια να μάθη, τι θα του
συμβή μετά τον θάνατον, δηλαδή εις την μέλλουσαν ζωήν;
ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΗΣ 4
Εκκλ. 4,1 Καὶ ἐπέστρεψα
ἐγὼ καὶ εἶδον σὺν πάσας τὰς συκοφαντίας τὰς
γενομένας ὑπὸ τὸν ἥλιον· καὶ ἰδοὺ
δάκρυον τῶν συκοφαντουμένων, καὶ οὐκ ἔστιν αὐτοῖς
παρακαλῶν, καὶ ἀπὸ χειρὸς συκοφαντούντων αὐτοῖς
ἰσχύς, καὶ οὐκ ἔστιν αὐτοῖς παρακαλῶν.
Εκκλ. 4,1 Περιήλθον με τον νουν την οικουμένην και είδα όλας
τας καταδυναστεύσεις, αι οποίαι έγιναν και γίνονται κάτω από τον ήλιον. Είδα τα
δάκρυα των καταδυναστευομένων και δεν υπήρχε κανείς να τους βοηθήση και να τους
παρηγορήση. Ο εκβιασμός και η καταδυνάστευσις αυτών προέρχεται εκ μέρους
ισχυρών, αλλά αδίκων, ανθρώπων. Και δεν ευρίσκεται κανείς, ο οποίος να τους
ενισχύση και παρηγορήση.
Εκκλ. 4,2 καὶ ἐπῄνεσα
ἐγὼ σὺν πάντας τοὺς τεθνηκότας τοὺς ἤδη ἀποθανόντας
ὑπὲρ τοὺς ζῶντας, ὅτι αὐτοὶ ζῶσιν
ἕως τοῦ νῦν·
Εκκλ. 4,2 Και εμακάρισα εγώ τότε όλους τους νεκρούς, αυτούς
οι οποίοι έχουν ήδη αποθάνει, περισσότερον από τους ζωντανούς, διότι αυτοί ζουν
ακόμη μέχρι τώρα.
Εκκλ. 4,3 καὶ ἀγαθὸς
ὑπὲρ τοὺς δύο τούτους ὅστις οὔπω ἐγένετο, ὃς
οὐκ εἶδε σὺν τὸ ποίημα τὸ πονηρὸν τὸ
πεποιημένον ὑπὸ τὸν ἥλιον.
Εκκλ. 4,3 Και εκ των δύο τούτων ευτυχέστερος είναι εκείνος,
που δεν εγεννήθη ακόμη και δεν έλαβε πείραν των αδικιών, αι οποίαι γίνονται ανά
την υφήλιον.
Εκκλ. 4,4 Καὶ εἶδον ἐγὼ
σὺν πάντα τὸν μόχθον καὶ σὺν πᾶσαν ἀνδρείαν
τοῦ ποιήματος, ὅτι αὐτὸ ζῆλος ἀνδρὸς ἀπὸ
τοῦ ἑταίρου αὐτοῦ· καί γε τοῦτο ματαιότης καὶ
προαίρεσις πνεύματος.
Εκκλ. 4,4 Είδα επίσης εγώ όλον τον μόχθον και όλην την
δραστηριότητα των ανθρώπων δια τα έργα των. Και διεπίστωσα, ότι η δραστηριότης
αυτή προκαλεί ζηλοφθονίαν και ανταγωνισμόν του ενός ανθρώπου εναντίον του
άλλου. Και αυτό ακριβώς είναι ματαιότης· πνοή ανέμου που φεύγει.
Εκκλ. 4,5 ὁ ἄφρων
περιέβαλε τὰς χεῖρας αὐτοῦ καὶ ἔφαγε τὰς
σάρκας αὐτοῦ.
Εκκλ. 4,5 Ο άμυαλος και τεμπέλης εσταύρωσε τα χέρια του και
από την πείναν έλυωσαν αι σάρκες του.
Εκκλ. 4,6 ἀγαθὸν
πλήρωμα δρακὸς ἀναπαύσεως ὑπὲρ πληρώματα δύο δρακῶν
μόχθου καὶ προαιρέσεως πνεύματος.
Εκκλ. 4,6 Προτιμότερον εγώ θεωρώ μία χούφταν γεμάτην με
αγαθά, αλλά με κάποιαν άνεσιν αποκτηθέντα, παρά δύο χούφτες αγαθών, που
απεκτήθησαν με μόχθον και απληστίαν ψυχής.
Εκκλ. 4,7 Καὶ ἐπέστρεψα
ἐγὼ καὶ εἶδον ματαιότητα ὑπὸ τὸν ἥλιον.
Εκκλ. 4,7 Περιήλθον εγώ τας κοινωνίας και είδα άλλας
ματαιότητας ανά την υφηλιον.
Εκκλ. 4,8 ἔστιν εἷς,
καὶ οὐκ ἔστι δεύτερος, καί γε υἱὸς καί γε ἀδελφὸς
οὐκ ἔστιν αὐτῷ· καὶ οὐκ ἔστι
πειρασμὸς τῷ παντὶ μόχθῳ αὐτοῦ, καί γε ὀφθαλμὸς
αὐτοῦ οὐκ ἐμπίπλαται πλούτου. καί τίνι ἐγὼ
μοχθῶ καὶ στερίσκω τὴν ψυχήν μου ἀπὸ ἀγαθωσύνης;
καί γε τοῦτο ματαιότης καὶ περισπασμὸς πονηρός ἐστι.
Εκκλ. 4,8 Ευρίσκεται ένας και μόνος άνθρωπος, δεν έχει
δεύτερον από την αυτήν στέγην, δεν υπάρχει εις αυτόν ούτε παιδί ούτε αδελφός·
και εν τούτοις οι μόχθοι του είναι απεριόριστοι. Το μάτι του δεν χορταίνει από
πλούτον και υλικά αγαθά. Ποτέ δεν εσκέφθη και δεν είπε· “δια ποίον, λοιπόν, εγώ
κοπιάζω και στερώ την ζωήν μου από τα υλικά αγαθά;” Η άσβεστος αυτή επιθυμία
των υλικών αγαθών είναι ματαία και καταθλιπτική προσπάθεια.
Εκκλ. 4,9 ἀγαθοὶ οἱ
δύο ὑπὲρ τὸν ἕνα, οἷς ἐστιν αὐτοῖς
μισθὸς ἀγαθὸς ἐν μόχθῳ αὐτῶν·
Εκκλ. 4,9 Ευτυχέστεροι και εξυπηρετικώτεροι, δια τον εαυτόν
των είναι οι δύο από τον ένα. Διότι εις αυτούς, λόγω της συνεργασίας των,
υπάρχει ο μισθός και η ανταμοιβή των κόπων των.
Εκκλ. 4,10 ὅτι ἐὰν
πέσωσιν, ὁ εἷς ἐγερεῖ τὸν μέτοχον αὐτοῦ,
καὶ οὐαὶ αὐτῷ τῷ ἑνί, ὅταν πέσῃ
καὶ μὴ ᾖ δεύτερος ἐγεῖραι αὐτόν.
Εκκλ. 4,10 Εάν δε πέσουν, ο ένας θα τρέξη να σηκώση τον
σύντροφόν του. Αλλοίμονον όμως στον ένα, όταν πέση και δεν θα είναι κανείς
άλλος να τον σηκώση.
Εκκλ. 4,11 καί γε ἐὰν
κοιμηθῶσι δύο, καὶ θέρμη αὐτοῖς· καὶ ὁ
εἷς πῶς θερμανθῇ;
Εκκλ. 4,11 Εάν κοιμηθούν και οι δυό μαζή, θα ζεσταθούν· ο ενας
μόνος του πως θα ζεσταθή;
Εκκλ. 4,12 καὶ ἐὰν
ἐπικραταιωθῇ ὁ εἷς, οἱ δύο στήσονται κατέναντι αὐτοῦ,
καὶ τὸ σπαρτίον τὸ ἔντριτον οὐ ταχέως ἀποῤῥαγήσεται.
Εκκλ. 4,12 Και εάν παρουσιασθή εχθρός ικανός να επικρατήση
εναντίον του ενός εξ αυτών, οι δύο μαζή θα αντιπαραταχθούν εναντίον του. Τριπλά
στριμμένον σχοινίον δεν σπάζει εύκολα.
Εκκλ. 4,13 Ἀγαθὸς παῖς
πένης καὶ σοφὸς ὑπὲρ βασιλέα πρεσβύτερον καὶ ἄφρονα,
ὃς οὐκ ἔγνω τοῦ προσέχειν ἔτι·
Εκκλ. 4,13 Είναι ανώτερος ενας νεαρός και πτωχός, αλλά συνετός,
άνθρωπος από βασιλέα γέροντα αλλά άμυαλον, ο οποίος δεν έμαθε να δίδη προσοχήν
εις τας ορθάς υποδείξεις.
Εκκλ. 4,14 ὅτι ἐξ οἴκου
τῶν δεσμίων ἐξελεύσεται τοῦ βασιλεῦσαι, ὅτι καί
γε ἐν βασιλείᾳ αὐτοῦ ἐγενήθη πένης.
Εκκλ. 4,14 Ο νεαρός αλλά συνετός άνθρωπος, έστω και αν εγεννήθη
εις τα δεσμά της δουλείας, δύναται να εξέλθη από αυτήν και να γίνη βασιλεύς,
καίτοι κατά τα διάστημα της βασιλείας του ασυνέτου βασιλέως αυτός είχε γεννηθή
πτωχός.
Εκκλ. 4,15 εἶδον σὺν
πάντας τοὺς ζῶντας τοὺς περιπατοῦντας ὑπὸ τὸν
ἥλιον μετὰ τοῦ νεανίσκου τοῦ δευτέρου, ὃς
στήσεται ἀντ᾿ αὐτοῦ·
Εκκλ. 4,15 Είδα εγώ όλους τους ανθρώπους, οι οποίοι ζουν εις
την περιοχήν εκείνην να συντάσσωνται και να περικυκλώνουν τον δεύτερον, δηλαδή
τον νεαρόν συνετόν άνθρωπον, ο οποίος έγινε βασιλεύς αντί του πρώτου.
Εκκλ. 4,16 οὐκ ἔστι
περασμὸς τῷ παντὶ λαῷ, τοῖς πᾶσιν, ὅσοι
ἐγένοντο ἔμπροσθεν αὐτῶν· καί γε οἱ ἔσχατοι
οὐκ εὐφρανθήσονται ἐν αὐτῷ· ὅτι καί γε
τοῦτο ματαιότης καὶ προαίρεσις πνεύματος.
Εκκλ. 4,16 Αναρίθμητα ήσαν τα πλήθη του λαού, που επροπορεύοντο
έμπροσθεν από αυτόν και τον επευφημούσαν. Κατόπιν όμως οι μεταγενέστεροι δεν θα
είναι ευχαριστημένοι με αυτόν. Θα έχη σβήσει ο ενθουσιασμός των· και τούτο
είναι ματαιότης και κυνήγημα κενού αέρος.
Εκκλ. 4,17 Φύλαξον τὸν πόδα
σου, ἐν ᾧ ἐὰν πορεύῃ εἰς οἶκον τοῦ
Θεοῦ, καὶ ἐγγὺς τοῦ ἀκούειν· ὑπὲρ
δόμα τῶν ἀφρόνων θυσία σου, ὅτι οὐκ εἰσὶν εἰδότες
τοῦ ποιῆσαι κακόν.
Εκκλ.
4,17 Πρόσεξε καλά, όταν
βαδίζης προς τον ναόν του Θεού πλησίαζε να ακούης και να υπακούης στον νόμον
του Κυρίου. Η θυσία σου ας είναι ανωτέρα από τα δώρα των αμαρτωλών, οι οποίοι
δεν έχουν συναίσθησιν, όταν πράττουν το κακόν.
ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΗΣ 5
Εκκλ. 5,1 Μὴ σπεῦδε ἐπὶ
στόματί σου, καὶ καρδία σου μὴ ταχυνάτω τοῦ ἐξενέγκαι
λόγον πρὸ προσώπου τοῦ Θεοῦ· ὅτι ὁ Θεὸς
ἐν τῷ οὐρανῷ ἄνω, καὶ σὺ ἐπὶ
τῆς γῆς. διὰ τοῦτο ἔστωσαν οἱ λόγοι σου ὀλίγοι.
Εκκλ. 5,1 Ας μη σπεύδη το στόμα σου να ομιλήση, και η καρδία
σου ας μη βιάζεται να βγάζη λόγια, όταν ευρίσκεσαι ενώπιον του Κυρίου. Διότι ο
Θεός, ενώπιον του οποίου παρίστασαι, είναι επάνω στον ουρανόν άπειρος και
μέγας. Και συ είσαι κάτω εις την γην μικρός. Δι' αυτό τα λόγια σου ενώπιον του
Θεού ας είναι ολίγα και συνετά.
Εκκλ. 5,2 ὅτι παραγίνεται ἐνύπνιον
ἐν πλήθει πειρασμοῦ καὶ φωνὴ ἄφρονος ἐν
πλήθει λόγων.
Εκκλ. 5,2 Διότι όπως τα όνειρα τα παράλογα και ανόητα κατά
κανόνα οφείλονται εις τας πολλάς βιοτικάς μερίμνας, έτσι και η προσευχή του
άφρονος είναι ανόητος πολυλογία.
Εκκλ. 5,3 καθὼς ἂν εὔξῃ
εὐχὴν τῷ Θεῷ, μὴ χρονίσῃς τοῦ ἀποδοῦναι
αὐτήν, ὅτι οὐκ ἔστι θέλημα ἐν ἄφροσι·
σὺ οὖν ὅσα ἐὰν εὔξῃ, ἀπόδος.
Εκκλ. 5,3 Οταν κατά την προσευχήν σου κάμης κάποιο τάξιμον
στον Θεόν, μη βραδύνης να το εκπληρώσης. Διότι ο Θεός δεν ευαρεστείται στους
αμυάλους, οι οποίοι τάζουν και δεν εκπληρώνουν το τάξιμό των. Συ όμως όσα θα
τάξης πρέπει και να τα δόσης στον Θεόν.
Εκκλ. 5,4 ἀγαθὸν τὸ
μὴ εὔξασθαί σε ἢ τὸ εὔξασθαί σε καὶ μὴ
ἀποδοῦναι.
Εκκλ. 5,4 Προτιμότερον είναι να μη τάξης τίποτε, παρά να
τάξης και να μη το εκπληρώσης.
Εκκλ. 5,5 μὴ δῷς τὸ
στόμα σου τοῦ ἐξαμαρτῆσαι τὴν σάρκα σου καὶ μὴ
εἴπῃς πρὸ προσώπου τοῦ Θεοῦ, ὅτι ἄγνοιά
ἐστιν, ἵνα μὴ ὀργισθῇ ὁ Θεὸς ἐπὶ
φωνῇ σου καὶ διαφθείρῃ τὰ ποιήματα χειρῶν σου.
Εκκλ. 5,5 Μη αφήσης το στόμα σου κατά την ώραν της προσευχής
να διαπράξη απέναντί σου το σφάλμα και να προβή εις μεγάλο τάξιμο, δια το
οποίον δικαιολογούμενος ενώπιον του Θεού θα είπης ότι εξ αγνοίας έταξες
ανεκπλήρωτον τάξιμον, δια να μη οργισθή ο Θεός εξ αιτίας της ακρίτου προσευχής
σου και καταστρέψη τα έργα των χειρών σου.
Εκκλ. 5,6 ὅτι ἐν πλήθει
ἐνυπνίων καὶ ματαιοτήτων καὶ λόγων πολλῶν, ὅτι σὺ
τὸν Θεὸν φοβοῦ.
Εκκλ. 5,6 Οπως τα πλήθη των ονείρων είναι ματαιότης, έτσι
και τα πολλά λόγια κατά την ώραν της προσευχής. Συ όμως πρέπει να ευλαβήσαι τον
Θεόν και να προσεύχεσαι με σύνεσιν και φόβον.
Εκκλ. 5,7 Ἐὰν
συκοφαντίαν πένητος καὶ ἁρπαγὴν κρίματος καὶ
δικαιοσύνης ἴδῃς ἐν χώρᾳ, μὴ θαυμάσῃς ἐπὶ
τῷ πράγματι· ὅτι ὑψηλὸς ἐπάνω ὑψηλοῦ
φυλάξαι, καὶ ὑψηλοὶ ἐπ᾿ αὐτοῖς.
Εκκλ. 5,7 Εάν εις κάποιαν χώραν ίδης καταδυνάστευσιν πτωχού,
κατάχρησιν και καταπάτησιν δικαιοσύνης, μη έκπλαγής δια το γεγονός αυτό. Διότι
επάνω από τον ισχυρόν, που αδικεί τον πένητα, υπάρχει άλλος ισχυρότερος και
άλλοι ακόμη ισχυρότεροι επάνω από αυτούς, οι οποίοι αδικούν και καταπιέζουν
τους κατωτέρους των.
Εκκλ. 5,8 καὶ περισσεία γῆς
ἐπὶ παντί ἐστι, βασιλεὺς τοῦ ἀγροῦ εἰργασμένου.
Εκκλ. 5,8 Είναι όμως πλεονέκτημα και συμφέρον δια μίαν
εύφορον και καλλιεργημένην χώραν να έχη βασιλέα σοφόν και δίκαιον.
Εκκλ. 5,9 Ἀγαπῶν ἀργύριον
οὐ πλησθήσεται ἀργυρίου· καὶ τίς ἠγάπησεν ἐν
πλήθει αὐτῶν γένημα; καί γε τοῦτο ματαιότης.
Εκκλ. 5,9 Εκείνος που αγαπά με πάθος τα χρήματα, δεν θα
χορτάση ποτέ από χρήματα. Και ποίον κέρδος απεκόμισε κανείς από τα πολλά πλούτη
και τους τόκους αυτών; Και αυτό το χρήμα είναι ματαιότης.
Εκκλ. 5,10 ἐν πλήθει ἀγαθωσύνης
ἐπληθύνθησαν ἔσθοντες αὐτήν· καὶ τί ἀνδρεία
τῷ παρ᾿ αὐτῆς ὅτι ἀλλ᾿ ἢ τοῦ
ὁρᾶν ὀφθαλμοῖς αὐτοῦ;
Εκκλ. 5,10 Οπου υπάρχουν πολλά υλικά αγαθά, εκεί θα υπάρχουν
και πολλοί, οι οποίοι θα τα κατατρώγουν. Και κατά τι θα ωφελήται ο κύριος των
αγαθών αυτών; Θα βλέπη μόνον με τα μάτια του τους άλλους, να απολαμβάνουν τα
ιδικά του αγαθά.
Εκκλ. 5,11 γλυκὺς ὕπνος
τοῦ δούλου εἰ ὀλίγον καὶ εἰ πολὺ
φάγεται· καὶ τῷ ἐμπλησθέντι τοῦ πλουτῆσαι οὐκ
ἔστιν ἀφίων αὐτὸν τοῦ ὑπνῶσαι.
Εκκλ. 5,11 Ο ύπνος του δούλου είναι γλυκύς και αναπαυτικός,
εάν είτε ολίγον είτε πολύ φάγη. Εκείνος όμως ο οποίος έχει γεμίσει από πλήθος
υλικών αγαθών, δεν δύναται εξ αιτίας των φροντίδων του πλούτου, να εύρη γλυκύν
ύπνον.
Εκκλ. 5,12 ἔστιν ἀῤῥωστία,
ἣν εἶδον ὑπὸ τὸν ἥλιον, πλοῦτον
φυλασσόμενον τῷ παρ᾿ αὐτοῦ εἰς κακίαν αὐτῷ,
Εκκλ. 5,12 Υπάρχει όμως και ένα άλλο κακόν, το οποίον εγώ είδα.
Μια άλλη αρρώστια κάτω από τον ήλιον. Και αυτό είναι ο πλούτος, που φυλάσσεται
και ο οποίος επιφυλάσσει βλάβας εις εκείνον, που τον έχει.
Εκκλ. 5,13 καὶ ἀπολεῖται
ὁ πλοῦτος ἐκεῖνος ἐν περισπασμῷ πονηρῷ,
καὶ ἐγέννησεν υἱόν, καὶ οὐκ ἔστιν ἐν
χειρὶ αὐτοῦ οὐδέν.
Εκκλ. 5,13 Και ο πλούτος εκείνος θα χαθή εις μίαν κακήν ώραν. Ο
δε τέως πλούσιος εγέννησε παιδί και δεν θα αφήση τίποτε από τα πλούτη του εις
τα χέρια αυτού.
Εκκλ. 5,14 καθὼς ἐξῆλθεν
ἀπὸ γαστρὸς μητρὸς αὐτοῦ γυμνός, ἐπιστρέψει
τοῦ πορευθῆναι ὡς ἥκει, καὶ οὐδὲν οὐ
λήψεται ἐν μόχθῳ αὐτοῦ, ἵνα πορευθῇ ἐν
χειρὶ αὐτοῦ.
Εκκλ. 5,14 Καθε άνθρωπος εβγήκε γυμνός από την κοιλίαν της
μητρός του. Ετσι και γυμνός, όπως ήλθε, θα επιστρέψη εις την γην. Τιποτε από
τους κόπους του δεν θα πάρη εις τα χέρια του, όταν πορευθή στον τάφον του.
Εκκλ. 5,15 καί γε τοῦτο
πονηρὰ ἀῤῥωστία· ὥσπερ γὰρ παρεγένετο,
οὕτως καὶ ἀπελεύσεται, καὶ τίς ἡ περισσεία αὐτοῦ,
ᾗ μοχθεῖ εἰς ἄνεμον;
Εκκλ. 5,15 Τούτο δέ, η ιδιοτελής συγκέντρωσις μεγάλου πλούτου,
είναι φοβερά αρρώστια, μεγάλη συμφορά. Διότι όπως γυμνός ήλθεν ο άνθρωπος στον
κόσμον, έτσι και γυμνός θα απέλθη από αυτόν. Ποιά λοιπόν η ωφέλειά του από τα
αγαθά των κόπων του, τα οποία διεσκόρπισεν ο άνεμος;
Εκκλ. 5,16 καί γε πᾶσαι αἱ
ἡμέραι αὐτοῦ ἐν σκότει καὶ ἐν πένθει καὶ
θυμῷ πολλῷ καὶ ἀῤῥωστίᾳ καὶ χόλῳ.
Εκκλ. 5,16 Ολαι αι ημέραι της ζωής του αχορτάστου πλουσίου
είναι βυθισμέναι στο σκότος, εις την λύπην εξ αιτίας του πλούτου του. Διέρχεται
αυτάς με ταραχήν και οδύνην και πικρίαν.
Εκκλ. 5,17 ᾿Ἰδοὺ
εἶδον ἐγὼ ἀγαθόν, ὅ ἐστι καλόν, τοῦ
φαγεῖν καὶ τοῦ πιεῖν καὶ τοῦ ἰδεῖν
ἀγαθωσύνην ἐν παντὶ μόχθῳ αὐτοῦ, ᾧ ἐὰν
μοχθῇ ὑπὸ τὸν ἥλιον ἀριθμὸν ἡμερῶν
ζωῆς αὐτοῦ, ὧν ἔδωκεν αὐτῷ ὁ
Θεός· ὅτι αὐτὸ μερὶς αὐτοῦ.
Εκκλ. 5,17 Ιδού όμως ποίον καλόν εγώ ευρήκα ως ευτυχίαν του
ανθρώπου. Να φάγη και να πίη, να απολαύση τα υλικά αγαθά, τα οποία με τον
δίκαιον κόπον του απέκτησεν εντίμως εργαζόμενος υπό τον ήλιον όλας τας ημέρας
της ζωής του, τας οποίας του εχάρισεν ο Θεός. Αυτό θα είναι το μερίδιόν του και
το κέρδος του.
Εκκλ. 5,18 καί γε πᾶς ἄνθρωπος,
ᾧ ἔδωκεν αὐτῷ ὁ Θεὸς πλοῦτον καὶ
ὑπάρχοντα καὶ ἐξουσίασεν αὐτῷ φαγεῖν ἀπ᾿
αὐτοῦ καὶ λαβεῖν τὸ μέρος αὐτοῦ καὶ
τοῦ εὐφρανθῆναι ἐν μόχθῳ αὐτοῦ, τοῦτο
δόμα Θεοῦ ἐστιν.
Εκκλ. 5,18 Εις άνθρωπον στον οποίον ο Θεός έδωκε πλούτον και
αγαθά και του έδωκε συγχρόνως το δικαίωμα να τρώγη από αυτά, να τα κατέχη χωρίς
αγωνιώδεις μερίμνας και να χαίρεται τα αγαθά των κόπων του, αυτό είναι δώρον
του Θεού.
Εκκλ. 5,19 ὅτι οὐ πολλὰ
μνησθήσεται τὰς ἡμέρας τῆς ζωῆς αὐτοῦ·
ὅτι ὁ Θεὸς περισπᾷ αὐτὸν ἐν εὐφροσύνῃ
καρδίας αὐτοῦ.
Εκκλ.
5,19 Αυτός ο άνθρωπος
είναι ευτυχής, διότι δεν θα βασανίζεται με πλήθος προβλημάτων καθ' όλας τας
ημέρας της ζωής του. Και τούτο, διότι ο Θεός του εδωσεν αυτήν την ευχάριστον
απασχόλησιν. Να ευφραίνεται η καρδιά του με τα αγαθά του.
ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΗΣ 6
Εκκλ. 6,1 Ἔστι πονηρία, ἣν
εἶδον ὑπὸ τὸν ἥλιον, καὶ πολλή ἐστιν ἐπὶ
τὸ ἄνθρωπον·
Εκκλ. 6,1 Υπάρχει ένα κακόν, που είδα εγώ εις την γην κάτω
από τον ήλιον, και αυτό είναι, πολύ μεγάλο και καταθλίβει τους ανθρώπους·
Εκκλ. 6,2 ἀνήρ, ᾧ
δώσει αὐτῷ ὁ Θεὸς πλοῦτον καὶ ὑπάρχοντα
καὶ δόξαν, καὶ οὐκ ἔστιν ὑστερῶν τῇ
ψυχῇ αὐτοῦ ἀπὸ πάντων, ὧν ἐπιθυμήσει,
καὶ οὐκ ἐξουσιάσει αὐτῷ ὁ Θεὸς τοῦ
φαγεῖν ἀπ᾿ αὐτοῦ, ὅτι ἀνὴρ
ξένος φάγεται αὐτόν· τοῦτο ματαιότης καὶ ἀῤῥωστία
πονηρά ἐστι.
Εκκλ. 6,2 να υπάρξη δηλαδή ενας άνθρωπος, στον οποίον ο Θεός
να δώση πλούτον, υλικά αγαθά και δόξαν, να μη στερήται από τίποτε, όσα επιθυμεί
η ψυχή του, και όμως να μη επιτρέψη ο Θεός εις αυτόν να απολαύση τα αγαθά του,
να φάγη και να χορτάση από αυτά· αλλά να παραχωρήση ο Θεός να του τα φάγη άλλος
άνθρωπος, ξένος. Αυτό είναι ματαιότης, αρρώστια κακή δια τον άνθρωπον.
Εκκλ. 6,3 ἐὰν γεννήσῃ
ἀνὴρ ἑκατὸν καὶ ἔτη πολλὰ ζήσεται, καὶ
πλῆθος ὅ,τι ἔσονται αἱ ἡμέραι ἐτῶν αὐτοῦ,
καὶ ψυχὴ αὐτοῦ οὐ πλησθήσεται ἀπὸ τῆς
ἀγαθωσύνης, καί γε ταφὴ οὐκ ἐγένετο αὐτῷ, εἶπα·
ἀγαθὸν ὑπὲρ αὐτὸν τὸ ἔκτρωμα,
Εκκλ. 6,3 Εάν ένας πλούσιος άνθρωπος αποκτήση έστω και
εκατόν παιδιά και ζήση πολλά έτη και αι ημέραι της ζωής του είναι πάρα πολλαί,
αλλά δεν θα η μπορέση να χορτάση και απολαύση η ψυχή του τα αγαθά του, εις δε
το τέλος ούτε κηδείαν και ταφήν δεν θα του κάμουν, τότε εγώ είπα προτιμότερον
από αυτόν είναι το έκτρωμα,
Εκκλ. 6,4 ὅτι ἐν
ματαιότητι ἦλθε καὶ ἐν σκότει πορεύεται, καὶ ἐν
σκότει ὄνομα αὐτοῦ καλυφθήσεται.
Εκκλ. 6,4 το οποίον εγεννήθη παράκαιρα, μετέβη αμέσως στο
σκότος του θανάτου και η ύπαρξίς του θα καλυφθή από το σκότος του άδου.
Εκκλ. 6,5 καί γε ἥλιον οὐκ
εἶδε καὶ οὐκ ἔγνω, ἀνάπαυσις τούτῳ ὑπὲρ
τοῦτον.
Εκκλ. 6,5 Αυτό το έκτρωμα δεν είδε τον ήλιον, δεν εγνώρισε
τον εαυτόν του και τον κόσμον, και όμως ανεπαύθη καλύτερον από τον άνθρωπον
εκείνον.
Εκκλ. 6,6 καὶ εἰ ἔζησε
χιλίων ἐτῶν καθόδους καὶ ἀγαθωσύνην οὐκ εἶδε,
μὴ οὐκ εἰς τόπον ἕνα πορεύεται τὰ πάντα;
Εκκλ. 6,6 Και αν ακόμη ο πολύτεκνος πλούσιος έζησε χίλια έτη,
δεν απήλαυσεν όμώς τα αγαθά του, τι το όφελος; Μηπως στον ίδιον τόπον του
θανάτου δεν πηγαίνουν όλοι, και ο χιλιόχρονος πλούσιος και το έκτρωμα;
Εκκλ. 6,7 Πᾶς μόχθος ἀνθρώπου
εἰς στόμα αὐτοῦ, καί γε ἡ ψυχὴ οὐ
πληρωθήσεται.
Εκκλ. 6,7 Καθε άπληστος άνθρωπος κοπιάζει και μοχθεί δι' ένα
σκοπόν· να φάγη και να πίη. Και όμως η ψυχή του ποτέ δεν χορταίνει.
Εκκλ. 6,8 ὅτι τίς περισσεία
τῷ σοφῷ ὑπὲρ τὸν ἄφρονα; διότι ὁ
πένης οἶδε πορευθῆναι κατέναντι τῆς ζωῆς.
Εκκλ. 6,8 Ποία όμως είναι η υπεροχή του σοφού απέναντι του
ασυνέτου; Ο σοφός, και αν ακόμη είναι πτωχός, γνωρίζει πως να πορεύεται τον
δρόμον της ζωής του· ενώ ο ασύνετος το αγνοεί.
Εκκλ. 6,9 ἀγαθὸν ὅραμα
ὀφθαλμῶν ὑπὲρ πορευόμενον ψυχῇ· καί γε τοῦτο
ματαιότης καὶ προαίρεσις πνεύματος.
Εκκλ. 6,9 Προτιμότερον είναι το αγαθόν, το οποίον έχει κανείς
τώρα ενώπιον των οφθαλμών του και το απολαμβάνει, παρά το μελλοντικόν, το
οποίον φαντάζεται και προσμένει η ψυχή του. Αυτό είναι ματαιότης και κυνήγημα
ανέμου.
Εκκλ. 6,10 Εἴ τι ἐγένετο,
ἤδη κέκληται ὄνομα αὐτοῦ, καὶ ἐγνώσθη ὅ
ἐστιν ἄνθρωπος, καὶ οὐ δυνήσεται κριθῆναι μετὰ
τοῦ ἰσχυροτέρου ὑπὲρ αὐτόν·
Εκκλ. 6,10 Εκείνο που αποτελεί γεγονός και έχει λάβει ύπαρξιν,
επήρεν επίσης και το όνομά του. Είναι γνωστή η ασθενής φύσις του ανθρώπου και
δεν θα η μπορέση αυτός να αντιμετρηθή με τον ισχυρότερόν του, δηλαδή με τον
Θεόν.
Εκκλ. 6,11 ὅτι εἰσὶ
λόγοι πολλοὶ πληθύνοντες ματαιότητα. τί περισσὸν τῷ ἀνθρώπῳ;
Εκκλ. 6,11 Επομένως κάθε συζήτησις και αντιλογία των ανθρώπων
προς τον Θεόν είναι ανωφελής και επιβλαβής. Ποία, λοιπόν, η ωφέλεια του
ανθρώπου, ώστε να ομιλή έτσι προς τον Θεόν; Καμμία.
Εκκλ. 6,12 ὅτι τίς οἶδεν
ἀγαθὸν τῷ ἀνθρώπῳ ἐν τῇ ζωῇ ἀριθμὸν
ζωῆς ἡμερῶν ματαιότητος αὐτοῦ; καὶ ἐποίησεν
αὐτὰ ἐν σκιᾷ· ὅτι τίς ἀπαγγελεῖ
τῷ ἀνθρώπῳ, τί ἔσται ὀπίσω αὐτοῦ ὑπὸ
τὸν ἥλιον;
Εκκλ.
6,12 Διότι ποιός γνωρίζει
ακριβώς, τι είναι αγαθόν και συμφέρον στον άνθρωπον κατά τας ημέρας της ματαίας
αυτού επιγείου ζωής; Αι ημέραι του παρέρχονται ωσάν σκια και ποιός θα αναγγείλη
στον άνθρωπον, τι θα συμβή έπειτα από αυτόν εδώ εις την γην κάτω από τον ήλιον;
ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΗΣ 7
Εκκλ. 7,1 Ἀγαθὸν ὄνομα
ὑπὲρ ἔλαιον ἀγαθὸν καὶ ἡμέρα τοῦ
θανάτου ὑπὲρ ἡμέραν γεννήσεως.
Εκκλ. 7,1 Το καλόν όνομα είναι προτιμότερον και από το
καλύτερον μύρον. Και από την ημέραν της γεννήσεως είναι προτιμοτέρα η ημέρα του
θανάτου, διότι είναι εκδημία προς την αιωνιότητα.
Εκκλ. 7,2 ἀγαθὸν
πορευθῆναι εἰς οἶκον πένθους ἢ ὅτι πορευθῆναι
εἰς οἶκον πότου, καθότι τοῦτο τέλος παντὸς ἀνθρώπου,
καὶ ὁ ζῶν δώσει ἀγαθὸν εἰς καρδίαν αὐτοῦ.
Εκκλ. 7,2 Προτιμότερον και ωφελιμώτερον είναι να επισκεφθή
κανείς σπίτι, όπου υπάρχει πένθος, παρά να μεταβή εις οίκον, όπου παρατίθεται
συμπόσιον. Διότι ο θάνατος είναι η κατάληξις του κάθε ανθρώπου. Και ο άνθρωπος,
που ευρίσκεται εν τη ζωή, ας δεχθή αυτάς τας σκέψεις και θα δώση έτσι κάτι
αγαθόν εις την καρδίαν του.
Εκκλ. 7,3 ἀγαθὸν θυμὸς
ὑπὲρ γέλωτα, ὅτι ἐν κακίᾳ προσώπου ἀγαθυνθήσεται
καρδία.
Εκκλ. 7,3 Η σοβαρότης είναι προτιμοτέρα από τον γέλωτα.
Διότι με την σοβαράν όψιν του προσώπου και του ήθους χαρή η καρδία.
Εκκλ. 7,4 καρδία σοφῶν ἐν
οἴκῳ πένθους, καὶ καρδία ἀφρόνων ἐν οἴκῳ
εὐφροσύνης.
Εκκλ. 7,4 Η ψυχή και ο νους των συνετών ανθρώπων σκέπτεται
το σπίτι, που πενθεί, και μορφώνεται στον αγαθόν. Ο νους όμως των ασυνέτων
τρέχει στους τόπους της ασωτίας και της διασκεδάσεως.
Εκκλ. 7,5 ἀγαθὸν τὸ
ἀκοῦσαι ἐπιτίμησιν σοφοῦ ὑπὲρ ἄνδρα ἀκούοντα
ᾆσμα ἀφρόνων·
Εκκλ. 7,5 Καλύτερος ειναι εκείνος, που ακούει παρατήρησιν
και επίπληξιν εκ μέρους ενός σοφού και ευσεβούς ανθρώπου, από εκείνον ο οποίος
ακούει τραγούδια ανοήτων.
Εκκλ. 7,6 ὡς φωνὴ ἀκανθῶν
ὑπὸ τὸν λέβητα, οὕτως γέλως τῶν ἀφρόνων·
καί γε τοῦτο ματαιότης.
Εκκλ. 7,6 Ωσάν το τρίξιμο, που κάνουν τα αγκάθια, τα οποία
καίονται κάτω από το καζάνι, έτσι είναι η διασκέδασις και το γέλιο των αφρόνων.
Και αυτό βεβαίως είναι ματαιότης.
Εκκλ. 7,7 ὅτι ἡ
συκοφαντία περιφέρει σοφὸν καὶ ἀπόλλυσι τὴν καρδίαν εὐτονίας
αὐτοῦ.
Εκκλ. 7,7 Η καταδυνάστευσις και η εκμετάλλευσις κάμνει και
αυτόν τον σοφόν να παραφέρεται, και την καρδίαν του να χάνη την γενναιότητά
της.
Εκκλ. 7,8 ἀγαθὴ ἐσχάτη
λόγων ὑπὲρ ἀρχὴν αὐτοῦ, ἀγαθὸν
μακρόθυμος ὑπὲρ ὑψηλὸν πνεύματι.
Εκκλ. 7,8 Προτιμοτέρα είναι η καλή έκβασις των λόγων, παρά η
αρχή των. Προτιμότερος είναι ο υπομονητικός και μακρόθυμος άνθρωπος, από τον
εγωϊστήν και υψηλόφρονα.
Εκκλ. 7,9 μὴ σπεύσῃς ἐν
πνεύματί σου τοῦ θυμοῦσθαι, ὅτι θυμὸς ἐν κόλπῳ
ἀφρόνων ἀναπαύσεται.
Εκκλ. 7,9 Μη σπεύδης να ταραχθής και οργισθής, διότι ο θυμός
εγκαθίσταται μονίμως εις την καρδίαν των ανοήτων ανθρώπων, των οποίων και
αποτελεί χαρακτηριστικόν γνώρισμα.
Εκκλ. 7,10 μὴ εἴπῃς·
τί ἐγένετο ὅτι αἱ ἡμέραι αἱ πρότεραι ἦσαν ἀγαθαὶ
ὑπὲρ ταύτας; ὅτι οὐκ ἐν σοφίᾳ ἐπηρώτησας
περὶ τούτου.
Εκκλ. 7,10 Μη είπης με νοσταλγίαν, τι συνέβη ώστε αι περασμέναι
ημέραι ήσαν καλύτεροι από αυτάς τας σημερινάς; Η ερώτησίς σου αυτή δεν είναι
σοφή και συνετή.
Εκκλ. 7,11 ἀγαθὴ σοφία
μετὰ κληρονομίας καὶ περισσεία τοῖς θεωροῦσι τὸν ἥλιον·
Εκκλ. 7,11 Η σοφία είναι καλή και ωφέλιμος, όταν έχη μαζή της
ως κληρονομίαν και υλικά αγαθά. Αυτό είναι πλεονέκτημα, δι' όσους βλέπουν τον
ήλιον, δι' όσους ζουν.
Εκκλ. 7,12 ὅτι ἐν σκιᾷ
αὐτῆς ἡ σοφία ὡς σκιὰ ἀργυρίου, καὶ
περισσεία γνώσεως τῆς σοφίας ζωοποιήσει τὸν παρ᾿ αὐτῆς.
Εκκλ. 7,12 Διότι η σοφία εν τη σκια της είναι όπως η σκέπη και
η σκια του αργυρίου. Ο πλούτος της γνώσεως και της σοφίας θα διατηρήση εις την
ζωήν τον κάτοχόν του.
Εκκλ. 7,13 ἰδὲ τὰ
ποιήματα τοῦ Θεοῦ· ὅτι τίς δυνήσεται τοῦ κοσμῆσαι
ὃν ἂν ὁ Θεὸς διαστρέψῃ αὐτόν;
Εκκλ. 7,13 Κυτταξε με προσοχήν τα έργα του Θεού, διότι ποιός θα
ημπορή να διορθώση και καλλύνη αυτό, που φαίνεται εις ημάς ότι ο Θεός το έκαμεν
άσχημον και κυρτόν;
Εκκλ. 7,14 ἐν ἡμέρᾳ
ἀγαθωσύνης ζῆθι ἐν ἀγαθῷ καὶ ἐν ἡμέρᾳ
κακίας ἰδέ· καί γε σὺν τούτῳ συμφώνως τοῦτο ἐποίησεν
ὁ Θεὸς περὶ λαλιᾶς, ἵνα μὴ εὕρῃ
ἄνθρωπος ὀπίσω αὐτοῦ οὐδέν.
Εκκλ. 7,14 Κατά τας ημέρας της αφθονίας ζήσε απολαμβάνων τα
αγαθά. Κατά τας ημέρας της δυστυχίας ίδε και σκέψου, ότι ο Θεός έχει κάμει
τούτο εν συναρτήσει και συμφωνία προς το άλλο. Ωστε ο άνθρωπος να μη γνωρίζη
τίποτε δι' εκείνα, τα οποία θα επακολουθήσουν στο μέλλον.
Εκκλ. 7,15 Σὺν τὰ
πάντα εἶδον ἐν ἡμέραις ματαιότητός μου. ἔστι δίκαιος ἀπολλύμενος
ἐν δικαίῳ αὐτοῦ, καί ἐστιν ἀσεβὴς
μένων ἐν κακίᾳ αὐτοῦ.
Εκκλ. 7,15 Ολα αυτά τα είδα και τα διεπίστωσα κατά τας ημέρας της
ματαίας και προσωρινής ζωής μου. Υπάρχει δίκαιος, ο οποίος καταστρέφεται,
καίτοι εξακολουθεί να ευρίσκεται εν τω δικαίω. Και υπάρχει ασεβής, ο οποίος
ευδοκιμεί, μολονότι παραμένει εις την ζωήν της ασωτίας και της αμαρτίας.
Εκκλ. 7,16 μὴ γίνου δίκαιος
πολύ, μηδὲ σοφίζου περισσά, μήποτε ἐκπλαγῇς.
Εκκλ. 7,16 Μη γίνεσαι πάρα πολύ δίκαιος και μη κάμνης πολύ τον
σοφόν, δια να μη ευρεθής προ δυσαρέστων εκπλήξεων.
Εκκλ. 7,17 μὴ ἀσεβήσῃς
πολὺ καὶ μὴ γίνου σκληρός, ἵνα μὴ ἀποθάνῃς
ἐν οὐ καιρῷ σου.
Εκκλ. 7,17 Να μη γίνης πολύς κακός και σκληρός, δια να μη χαθής
προώρως από την ζωήν.
Εκκλ. 7,18 ἀγαθὸν τὸ
ἀντέχεσθαί σε ἐν τούτῳ, καί γε ἀπὸ τούτου μὴ
μιάνῃς τὴν χεῖρά σου, ὅτι φοβουμένοις τὸν Θεὸν
ἐξελεύσεται τὰ πάντα.
Εκκλ. 7,18 Καλόν είναι τούτο· να κρατής και να μένης στο
αγαθόν, και να μη μολύνης το χέρι σου εις τας εντεύθεν και εκείθεν ακρότητας.
Διότι στους φοβουμένους τον Θεόν τα πάντα θα λάβουν καλήν έκβασιν.
Εκκλ. 7,19 Ἡ σοφία βοηθήσει
τῷ σοφῷ ὑπὲρ δέκα ἐξουσιάζοντας τοὺς ὄντας
ἐν τῇ πόλει·
Εκκλ. 7,19 Η αληθινή σοφία, η σοφία του Θεού, θα βοηθήση τον
άνθρωπον περισσότερον από δέκα άρχοντας, που υπάρχουν εις την πόλιν.
Εκκλ. 7,20 ὅτι ἄνθρωπος
οὐκ ἔστι δίκαιος ἐν τῇ γῇ, ὅς ποιήσει ἀγαθὸν
καὶ οὐχ ἁμαρτήσεται.
Εκκλ. 7,20 Δεν υπάρχει δε δίκαιος άνθρωπος εις την γην, ο οποίος
θα πράξη αποκλειστικά και μόνον το αγαθόν και δεν θα παρασυρθή εις αμαρτίαν.
Εκκλ. 7,21 καί γε εἰς πάντας
λόγους, οὓς λαλήσουσιν ἀσεβεῖς, μὴ θῇς καρδίαν
σου, ὅπως μὴ ἀκούσῃς τοῦ δούλου σου καταρωμένου
σε·
Εκκλ. 7,21 Μη δώσης προσοχήν εις όλα τα λόγια, τα οποία ασεβείς
άνθρωποι θα είπουν εναντίον σου, δια να μη ακούσης λόγω της ευθιξίας σου, και
αυτόν ακόμη τον δούλον σου, να σε καταράται.
Εκκλ. 7,22 ὅτι πλειστάκις
πονηρεύσεταί σε καὶ καθόδους πολλὰς κακώσει καρδίαν σου, ὅτι ὡς
καί γε σὺ κατηράσω ἑτέρους.
Εκκλ. 7,22 Διότι πολλές φορές θα σε ελέγξη η καρδία σου δια
πονηράς σκέψεις και πράξεις, επειδή και συ κατέκρινες τους άλλους.
Εκκλ. 7,23 Πάντα ταῦτα ἐπείρασα
ἐν τῇ σοφίᾳ· εἶπα· σοφισθήσομαι,
Εκκλ. 7,23 Ολα αυτά τα εξήτασα και τα ήλεγξα λεπτομερώς με την
σοφίαν μου και είπα από μέσα μου· “έτσι θα γίνω περισσότερον σοφός”.
Εκκλ. 7,24 καὶ αὐτὴ
ἐμακρύνθη ἀπ᾿ ἐμοῦ μακρὰν ὑπὲρ ὃ
ἦν, καὶ βαθὺ βάθος, τίς εὑρήσει αὐτό;
Εκκλ. 7,24 Η σοφία όμως έφυγε περισσότερον μακράν από εμέ, από
ο,τι ήτο προηγουμένως. Εγινε βάθος βαθύ και ποιός ημπορεί να εξερευνήση αυτό το
βάθος της;
Εκκλ. 7,25 ἐκύκλωσα ἐγώ,
καὶ ἡ καρδία μου τοῦ γνῶναι καὶ τοῦ
κατασκέψασθαι καὶ τοῦ ζητῆσαι σοφίαν καὶ ψῆφον καὶ
τοῦ γνῶναι ἀσεβοῦς ἀφροσύνην καὶ ὀχληρίαν
καὶ περιφοράν.
Εκκλ. 7,25 Εστράφην εγώ κύκλω στους περί εμέ και η καρδία μου
επεδόθη στο να γνωρίση, να σκεφθή εις βάθος, να αναζητήση και εύρη την σοφίαν·
να βγάλω συμπεράσματα και να γνωρίσω την αφροσύνην του ασεβούς, την πικρίαν και
την παραφοράν του.
Εκκλ. 7,26 καὶ εὑρίσκω
ἐγὼ αὐτὴν καὶ ἐρῶ πικρότερον ὑπὲρ
θάνατον, σὺν τὴν γυναῖκα, ἥτις ἐστὶ θήρευμα
καὶ σαγῆναι καρδία αὐτῆς, δεσμὸς εἰς χεῖρας
αὐτῆς· ἀγαθὸς πρὸ προσώπου τοῦ Θεοῦ
ἐξαιρεθήσεται ἀπ᾿ αὐτῆς, καὶ ἁμαρτάνων
συλληφθήσεται ἐν αὐτῇ.
Εκκλ. 7,26 Ευρήκα αυτήν την αφροσύνην και ως συμπέρασμα λέγω
τούτο· η πονηρά γυναίκα είναι πικροτέρα και από αυτόν τον θάνατον. Είναι παγίς
δια τον άνδρα. Η καρδία της είναι παγίς και δίκτυον δι' αυτόν και τα χέρια της
είναι αλυσίδες. Ο ευσεβής ενώπιον του Θεού θα γλυτώση από αυτήν, ενώ ο
αμαρτωλός θα συλληφθή εις τα δίκτυά της.
Εκκλ. 7,27 ἰδὲ τοῦτο
εὗρον, εἶπεν ὁ ἐκκλησιαστής, μία τῇ μιᾷ τοῦ
εὑρεῖν λογισμόν,
Εκκλ. 7,27 Ιδού ότι ευρήκα αυτό, λέγει ο Εκκλησιαστής,
αντιπαραβάλλων την μίαν περίπτωσιν προς την άλλην, δια να καταλήξω εις αυτό το
συμπέρασμα.
Εκκλ. 7,28 ὃν ἐπεζήτησεν
ἡ ψυχή μου καὶ οὐχ εὗρον· καὶ ἄνθρωπον
ἕνα ἀπὸ χιλίων εὗρον καὶ γυναῖκα ἐν πᾶσι
τούτοις οὐχ εὗρον.
Εκκλ. 7,28 Αυτό το οποίον απ' αρχής ηρεύνησε να εύρη η διάνοιά
μου, δεν το ευρήκε. Ευρήκα άνδρα καλόν μεταξύ χιλίων, γυναίκα όμως καλήν μεταξύ
όλων δεν ευρήκα.
Εκκλ. 7,29 πλὴν ἰδὲ
τοῦτο εὗρον, ὃ ἐποίησεν ὁ Θεὸς σὺν τὸν
ἄνθρωπον εὐθῆ, καὶ αὐτοὶ ἐζήτησαν
λογισμοὺς πολλούς.
Εκκλ.
7,29 Ιδού όμως ότι ευρήκα
και κάτι άλλο· ότι δηλαδη ο Θεός εδημιούργησε τον άνθρωπον ευθύν αγαθόν. Οι
άνθρωποι όμως εξέκλιναν εις πολλούς πονηρούς λογισμούς και πονηράς επιθυμίας
και διέφθειραν τον εαυτόν των.
ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΗΣ 8
Εκκλ. 8,1 Τίς οἶδε σοφούς;
καὶ τίς οἶδε λύσιν ῥήματος; σοφία ἀνθρώπου φωτιεῖ
πρόσωπον αὐτοῦ, καὶ ἀναιδὴς προσώπῳ αὐτοῦ
μισηθήσεται.
Εκκλ. 8,1 Ποιός γνωρίζει σοφούς ανθρώπους; Και ποιός από
αυτούς τους σοφούς ημπορεί να δώση απάντησιν και λύσιν εις αυτό το ερώτημα, εις
αυτήν την απορίαν; Η σοφία φωτίζει και λάμπει στο πρόσωπον του συνετού
ανθρώπου. Ο αδιάντροπος όμως κατά την εμφάνισιν και την συμπεριφοράν γίνεται
μισητός και αποκρουστικός, διότι του ελλείπει η σύνεσις και η σοφία.
Εκκλ. 8,2 στόμα βασιλέως φύλαξον
καὶ περὶ λόγου ὅρκου Θεοῦ μὴ σπουδάσῃς.
Εκκλ. 8,2 Πρόσεχε τας διαταγάς, που εξέρχονται από το στόμα
του βασιλέως, διότι δι' αυτάς έδωσες ενώπιον του Θεού όρκον, ότι δηλαδή θα τας
τηρήσης.
Εκκλ. 8,3 ἀπὸ
προσώπου αὐτοῦ πορεύσῃ, μὴ στῇς ἐν λόγῳ
πονηρῷ· ὅτι πᾶν ὃ ἐὰν θελήσῃ,
ποιήσει,
Εκκλ. 8,3 Παραμέρισε από εμπρός του και μη πάρης καμμίαν
πονηράν απόφασιν εναντίον του, διότι ο βασιλεύς εκείνο, που θα θελήση να κάμη,
θα το κάμη.
Εκκλ. 8,4 καθὼς βασιλεὺς
ἐξουσιάζων, καὶ τίς ἐρεῖ αὐτῷ· τί ποιεῖς;
Εκκλ. 8,4 Σαν βασιλεύς που είναι, έχει μεγάλην εξουσίαν.
Ποιός δε ημπορεί να είπη εις αυτόν· “τι είναι αυτό που κάνεις;”
Εκκλ. 8,5 ὁ φυλάσσων ἐντολὴν
οὐ γνώσεται ῥῆμα πονηρόν, καὶ καιρὸν κρίσεως
γινώσκει καρδία σοφοῦ·
Εκκλ. 8,5 Ακόμη περισσότερον εκείνος, ο οποίος προσέχει και
τηρεί τας εντολάς του βασιλέως του Θεού, δεν θα δοκιμάση κάτι το κακόν. Η
καρδία του συνετού ανθρώπου τον πληροφορεί, ότι υπάρχει καιρός κρίσεως δια κάθε
άνθρωπον.
Εκκλ. 8,6 ὅτι παντὶ
πράγματί ἐστι καιρὸς καὶ κρίσις, ὅτι γνῶσις τοῦ
ἀνθρώπου πολλὴ ἐπ᾿ αὐτὸν·
Εκκλ. 8,6 Δια κάθε έργον ανθρώπου υπάρχει ο κατάλληλος καιρός
της κρισεως διότι η περί του ανθρώπου γνώσις του Θεού είναι πλουσία και πλήρης.
Εκκλ. 8,7 ὅτι οὐκ ἔστι
γινώσκων τί τό ἐσόμενον ὅτι καθὼς ἔσται τίς ἀναγγελεῖ
αὐτῷ;
Εκκλ. 8,7 Δεν υπάρχει, δε κανείς από τους ανθρώπους, που να
γνωρίζη τι θα γίνη στο μέλλον· και ποιός δύναται να αναγγείλη αυτό στον
άνθρωπον;
Εκκλ. 8,8 οὐκ ἔστιν ἄνθρωπος
ἐξουσιάζων ἐν πνεύματι τοῦ κωλῦσαι σὺν τὸ
πνεῦμα· καὶ οὐκ ἔστιν ἐξουσία ἐν ἡμέρᾳ
θανάτου, καὶ οὐκ ἔστιν ἀποστολὴ ἐν ἡμέρᾳ
πολέμου, καὶ οὐ διασώσει ἀσέβεια τὸν παρ᾿ αὐτῆς.
Εκκλ. 8,8 Δεν υπάρχει άνθρωπος, ο οποίος να έχη τέτοιαν
δύναμιν πνεύματος, ώστε να εμποδίση τον θάνατον, να εμποδίση την εκδημίαν του
πνεύματός του. Καμμίαν δύναμιν και εξουσίαν δεν έχει ο άνθρωπος ως προς την
ημέραν του θανάτου του. Και δεν υπάρχει καμμία υπεκφυγή και εξαίρεσις κατά την
τελευταίαν μάχην της ζωής προς τον θάνατον. Η δε ασέβεια δεν ημπορεί κατά
κανένα λόγον και τρόπον να σώση τον ασεβή άνθρωπον.
Εκκλ. 8,9 καὶ σὺν πᾶν
τοῦτο εἶδον καὶ ἔδωκα τὴν καρδίαν μου εἰς πᾶν
τὸ ποίημα, ὃ πεποίηται ὑπὸ τὸν ἥλιον, τὰ
ὅσα ἐξουσιάσατο ὁ ἄνθρωπος ἐν ἀνθρώπῳ
τοῦ κακῶσαι αὐτόν.
Εκκλ. 8,9 Ηρεύνησα και εγνώρισα όλα αυτά. Με την ψυχήν και
την διάνοιάν μου εμελέτησα όλα, όσα έχουν γίνει κάτω από τον ήλιον, και μάλιστα
τας καταπιέσεις και καταδυναστεύσεις ενός ανθρώπου εναντίον άλλου ανθρώπου, ώστε
να βλάψη αυτόν.
Εκκλ. 8,10 καὶ τότε εἶδον
ἀσεβεῖς εἰς τάφους εἰσαχθέντας, καὶ ἐκ τοῦ
ἁγίου, καὶ ἐπορεύθησαν καὶ ἐπῃνέθησαν ἐν
τῇ πόλει, ὅτι οὕτως ἐποίησαν· καί γε τοῦτο
ματαιότης.
Εκκλ. 8,10 Καθ' όλον το διάστημα της ζωής μου είδα επίσης
ασεβείς άρχοντας, που είχον μεγάλας ιερατικάς θέσεις, να κηδεύωνται και
ενταφιάζωνται με τιμάς. Και μολονότι αυτοί, καθ' ον χρόνον εζούσαν διέπραξαν
ασεβείας, ενκωμιάσθησαν εις την πόλιν, διότι τάχα έπραξαν πολλά καλά έργα. Αυτό
όμως είναι ψευδολογία και ματαιότης.
Εκκλ. 8,11 ὅτι οὐκ ἔστι
γινομένη ἀντίῤῥησις ἀπὸ τῶν ποιούντων τὸ
πονηρὸν ταχύ· διὰ τοῦτο ἐπληροφορήθη καρδία υἱῶν
τοῦ ἀνθρώπου ἐν αὐτοῖς τοῦ ποιῆσαι τὸ
πονηρόν.
Εκκλ. 8,11 Επειδή δεν γίνεται έλεγχος και δεν επακολουθεί
άμεσος τιμωρία εκείνων, οι οποίοι διαπράττουν το πονηρόν, δια τούτο ενεθαρρύνθη
και επείσθη η καρδία των ανθρώπων αυτών στο να διαπράττη αφόβως το κακόν.
Εκκλ. 8,12 ὃς ἥμαρτεν,
ἐποίησε τὸ πονηρὸν ἀπὸ τότε καὶ ἀπὸ
μακρότητος αὐτῶν· ὅτι καί γε γινώσκω ἐγὼ ὅτι
ἐστὶν ἀγαθὸν τοῖς φοβουμένοις τὸν Θεόν, ὅπως
φοβῶνται ἀπὸ προσώπου αὐτοῦ.
Εκκλ. 8,12 Καίτοι ο αμαρτωλός ημάρτησε και διέπραξε το κακόν
απ' αρχής και καθ' όλον το διάστημα της ζωής του, χωρίς να τιμωρηθή, παρ' όλον
τούτο εγώ γνωρίζω ότι τα αγαθά και η ευτυχία υπάρχουν εις εκείνους, που φοβούνται
τον Θεόν. Τούτο δε το λέγω και το διακηρύσσω, δια να μάθουν και άλλοι να
ευλαβούνται και να σέβωνται τον Θεόν.
Εκκλ. 8,13 καὶ ἀγαθὸν
οὐκ ἔσται τῷ ἀσεβεῖ, καὶ οὐ μακρυνεῖ
ἡμέρας ἐν σκιᾷ ὃς οὐκ ἔστι φοβούμενος ἀπὸ
προσώπου τοῦ Θεοῦ.
Εκκλ. 8,13 Εις τον ασεβή δεν υπάρχει ούτε και θα υπάρξη
ευτυχία. Δεν θα ίδη ημέρας μακράς εν ησυχία εκείνος, ο οποίος δεν φοβείται τον
Θεόν.
Εκκλ. 8,14 ἔστι ματαιότης, ἣ
πεποίηται ἐπὶ τῆς γῆς, ὅτι εἰσί δίκαιοι ὅτι
φθάνει ἐπ᾿ αὐτοὺς ὡς ποίημα τῶν ἀσεβῶν,
καὶ εἰσὶν ἀσεβεῖς ὅτι φθάνει πρὸς αὐτοὺς
ὡς ποίημα τῶν δικαίων· εἶπα ὅτι καί γε τοῦτο
ματαιότης.
Εκκλ. 8,14 Συμβαίνει ένα παράδοξον και εκ πρώτης όψεως
αντιφατικόν γεγονός εδώ εις την γην· ότι δηλαδή υπάρχουν πολλοί δίκαιοι, στους
οποίους επέρχονται όσα θα άπρεπε να επέλθουν εναντίον των ασεβών. Και υπάρχουν
εξ αντιθέτου ασεβείς, οι οποίοι απολαμβάνουν αυτά τα οποία έπρεπε να απολαύσουν
οι δίκαιοι. Είπα λοιπόν και εγώ ότι αυτό είναι ένα πράγμα παράδοξον και
άπρεπον.
Εκκλ. 8,15 καὶ ἐπῄνεσα
ἐγὼ σὺν τὴν εὐφροσύνην, ὅτι οὐκ ἔστιν
ἀγαθὸν τῷ ἀνθρώπῳ ὑπὸ τὸν ἥλιον,
ὅτι εἰ μὴ φαγεῖν καὶ τοῦ πιεῖν καὶ
τοῦ εὐφρανθῆναι, καὶ αὐτὸ συμπροσέσται αὐτῷ
ἐν μόχθῳ αὐτοῦ ἡμέρας ζωῆς αὐτοῦ,
ὅσας ἔδωκεν αὐτῷ ὁ Θεὸς ὑπὸ τὸν
ἥλιον.
Εκκλ. 8,15 Δια τούτο εγώ εξεθείασα και επροτίμησα την ευτυχίαν.
Διότι δεν υπάρχει άλλο αγαθόν στον άνθρωπον κάτω από τον ήλιον παρά μόνον το να
φάγη, το να πίη και το πως θα ευφρανθή. Αυτή δε η ευφροσύνη θα του συμπαρασταθή
εις τας πλήρεις κόπου και ταλαιπωρίας ημέρας της ζωής του, όσας βέβαια ο Θεός
θα του χαρίση κάτω από τον ήλιον.
Εκκλ. 8,16 Ἐν οἷς ἔδωκα
τὴν καρδίαν μου τοῦ γνῶναι τὴν σοφίαν καὶ τοῦ
ἰδεῖν τὸν περισπασμὸν τὸν πεποιημένον ἐπὶ
τῆς γῆς, ὅτι καὶ ἐν ἡμέρᾳ καὶ ἐν
νυκτὶ ὕπνον ὀφθαλμοῖς αὐτοῦ οὐκ ἔστι
βλέπων.
Εκκλ. 8,16 Ακόμη δε εγώ επάνω εις τα πράγματα με όλην μου την
ψυχήν και την καρδίαν επεχείρησα να γνωρίσω σαφώς και να κατανοήσω τους κόπους
και τας ταλαιπωρίας των ανθρώπων επί της γης και την αιτίαν αυτών. Διότι κάθε
συνετός άνθρωπος αγρυπνεί ημέραν και νύκτα δια την λύσιν αυτού του προβλήματος.
Εκκλ. 8,17 καὶ εἶδον σὺν
πάντα τὰ ποιήματα τοῦ Θεοῦ, ὅτι οὐ δυνήσεται ἄνθρωπος
τοῦ εὑρεῖν σὺν τὸ ποίημα τὸ πεποιημένον ὑπὸ
τὸν ἥλιον. ὅσα ἂν μοχθήσῃ ἄνθρωπος τοῦ
ζητῆσαι, καὶ οὐχ εὑρήσει· καί γε ὅσα ἂν
εἴπῃ σοφὸς τοῦ γνῶναι, οὐ δυνήσεται τοῦ
εὑρεῖν.
Εκκλ.
8,17 Παρετήρησα, λοιπόν,
ότι όλα όσα συμβαίνουν εις την ζωήν του ανθρώπου και όλα τα έργα του Θεού, όσα
γενικώς γίνονται υπό τον ήλιον, δεν θα ημπορέση ο άνθρωπος να τα κατανοήση, να
τα ερμηνεύση και να τα αιτιολόγηση πλήρως. Οσον και αν κοπιάση ο άνθρωπος εις την
έρευνάν του, δεν θα εύρη λύσιν. Και αυτός ακόμη ο σοφός όσα και αν είπη ότι
γνωρίζει επάνω στο ζήτημα αυτό, δεν θα εύρη και δεν θα παρουσιάση την απολύτως
ικανοποιητικήν λύσιν.
ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΗΣ 9
Εκκλ. 9,1 Ὅτι σύμπαν τοῦτο
ἔδωκα εἰς καρδίαν μου, καὶ καρδία μου σὺν πᾶν εἶδε
τοῦτο, ὡς οἱ δίκαιοι καὶ οἱ σοφοὶ καὶ
αἱ ἐργασίαι αὐτῶν ἐν χειρὶ τοῦ Θεοῦ,
καί γε ἀγάπην καί γε μῖσος οὐκ ἔστιν εἰδὼς ὁ
ἄνθρωπος· τὰ πάντα πρὸ προσώπου αὐτῶν,
ματαιότης ἐν τοῖς πᾶσι.
Εκκλ. 9,1 Εις όλα τα περί εμέ έστρεψα την προσοχήν μου. Ολα
τα εμελέτησεν ο νους και η καρδία μου και είδα τούτο· ότι δηλαδή οι δίκαιοι και
οι σοφοί, όπως επίσης και τα έργα των, ευρίσκονται βεβαίως στο χέρι και την
προστασίαν του Θεού. Ο άνθρωπος όμως δεν γνωρίζει εις βάθος και πλάτος ούτε την
αγάπην και τας συνεπείας της, ούτε το μίσος και τας συνεπείας του. Ολα είναι
άγνωστα και ενδεχόμενα ενώπιόν των. Ματαιότης, λοιπόν, υπάρχει εις όλα τα
πράγματα.
Εκκλ. 9,2 συνάντημα ἓν τῷ
δικαίῳ καὶ τῷ ἀσεβεῖ, τῷ ἀγαθῷ
καὶ τῷ κακῷ καὶ τῷ καθαρῷ καὶ τῷ
ἀκαθάρτῳ καὶ τῷ θυσιάζοντι καὶ τῷ μὴ
θυσιάζοντι· ὡς ὁ ἀγαθός, ὡς ὁ ἁμαρτάνων·
ὡς ὁ ὀμνύων, καθὼς ὁ τὸν ὅρκον
φοβούμενος.
Εκκλ. 9,2 Κοινή συνάντησις και κοινή τύχη επιφυλάσσεται στον
δίκαιον και στον ασεβή, στον αγαθόν και στον κακόν, στον νομικώς καθαρόν και
στον νομικώς ακάθαρτον· εις εκείνον ο οποίος προσφέρει θυσίας, και εις εκείνον
ο οποίος δεν θυσιάζει τίποτε. Οπως ο αγαθός, έτσι και εκείνος που καταπατεί το
θέλημα του Θεού. Οπως εκείνος που ορκίζεται ψευδώς, έτσι και εκείνος που
ευλαβείται και φοβείται τον όρκον.
Εκκλ. 9,3 τοῦτο πονηρὸν
ἐν παντὶ πεποιημένῳ ὑπὸ τὸν ἥλιον, ὅτι
συνάντημα ἓν τοῖς πᾶσι· καί γε καρδία υἱῶν
τοῦ ἀνθρώπου ἐπληρώθη πονηροῦ, καὶ περιφέρεια ἐν
καρδίᾳ αὐτῶν ἐν ζωῇ αὐτῶν, καὶ ὀπίσω
αὐτῶν πρὸς τοὺς νεκρούς.
Εκκλ. 9,3 Είναι άδικον και σκανδαλώδες να έχουν όλοι και όλα
την αυτήν τύχην, και κοινή συνάντησις να υπάρχη δι' όλους τους ανθρώπους. Ενεκα
τούτου εγέμισεν από κακόν και επωρώθη η καρδία του ανθρώπου. Παραφέρεται και
ορμά προς το κακόν η καρδία των ανθρώπων, εν όσω ζουν, και αποθνήσκοντες κατευθύνονται
προς τους νεκρούς στον άδην.
Εκκλ. 9,4 ὅτι τίς ὃς
κοινωνεῖ πρός πάντας τοὺς ζῶντας; ἔστιν ἐλπίς, ὅτι
ὁ κύων ὁ ζῶν, αὐτὸς ἀγαθὸς ὑπὲρ
τὸν λέοντα τὸν νεκρόν.
Εκκλ. 9,4 Διότι ποιός είναι εκείνος, ο οποίος επικοινωνεί με
όλους τους ανθρώπους, που ζουν εις την γην; Αυτός που ζη· αυτός έχει την ελπίδα
της επικοινωνίας. Οταν όμως αποθάνη, χάνει την επικοινωνιάν του προς την γην.
Διότι ένα ζωντανό σκυλί είναι ανώτερο από ένα λέοντα μεγαλοπρεπή, αλλά νεκρόν.
Εκκλ. 9,5 ὅτι οἱ ζῶντες
γνώσονται ὅτι ἀποθανοῦνται, καὶ οἱ νεκροὶ οὐκ
εἰσὶ γινώσκοντες οὐδέν· καὶ οὐκ ἔστιν
αὐτοῖς ἔτι μισθός, ὅτι ἐπελήσθη ἡ μνήμη αὐτῶν·
Εκκλ. 9,5 Οι ζωντανοί γνωρίζουν, ότι οπωσδήποτε θα
αποθάνουν. Οι νεκροί δεν γνωρίζουν τίποτε σχετικώς με τους ζωντανούς. Εις τους
νεκρούς δεν υπάρχει πλέον πιθανότης αμοιβής, όπως υπήρχε, όταν ευρίσκοντο εις
την γην. Αλλά και αυτή η ανάμνησίς των ελησμονήθη μεταξύ των ανθρώπων.
Εκκλ. 9,6 καί γε ἀγάπη αὐτῶν
καί γε μῖσος αὐτῶν καί γε ζῆλος αὐτῶν ἤδη
ἀπώλετο, καί γε μερὶς οὐκ ἔστιν αὐτοῖς ἔτι
εἰς τὸν αἰῶνα ἐν παντὶ τῷ πεποιημένῳ
ὑπὸ τὸν ἥλιον.
Εκκλ. 9,6 Η αγάπη των και τα μίση των, όπως και η μεταξύ των
ζηλοφθονία, έχουν ήδη εξαφανισθή και δεν έχουν αυτοί καμμίαν πλέον συμμετοχήν
εις κάθε τι, το οποίον συμβαίνει εις την υφήλιον.
Εκκλ. 9,7 Δεῦρο φάγε ἐν
εὐφροσύνῃ τὸν ἄρτον σου καὶ πίε ἐν καρδίᾳ
ἀγαθῇ οἶνόν σου, ὅτι ἤδη εὐδόκησεν ὁ
Θεὸς τὰ ποιήματά σου.
Εκκλ. 9,7 Ελα, λοιπόν, άνθρωπε, φάγε με ευχαρίστησιν τα
φαγητά σου και πίε με καλή καρδία τον οίνόο σου, διότι ο Θεός ηθέλησε και
ηυλόγησε τα έργα των χειρών σου.
Εκκλ. 9,8 ἐν παντὶ
καιρῷ ἔστωσαν ἱμάτιά σου λευκά, καὶ ἔλαιον ἐπὶ
κεφαλῆς σου μὴ ὑστερησάτω.
Εκκλ. 9,8 Παντοτε να ενδύεσαι με λευκά ωραία ενδύματα, και το
μυρωμένον έλαιον ας μη λείψη από την κεφαλήν σου.
Εκκλ. 9,9 καὶ ἰδὲ
ζωὴν μετὰ γυναικός, ἧς ἠγάπησας, πάσας τὰς ἡμέρας
ζωῆς ματαιότητός σου τὰς δοθείσας σοι ὑπὸ τὸν ἥλιον,
ὅτι αὐτὸ μερίς σου ἐν τῇ ζωῇ σου καὶ ἐν
τῷ μόχθῳ σου, ᾧ σὺ μοχθεῖς ὑπὸ τὸν
ἥλιον.
Εκκλ. 9,9 Γνώρισε και απόλαυσε την καλήν ζωήν με την γυναίκα,
την οποίαν ηγάπησες, καθ' όλας τας ημέρας της προσκαίρου αυτής ζωής σου, αι
οποίαι σου εδόθησαν να ζης εις την γην υπό τον ήλιον. Διότι τα αγαθά αυτά σου
εδόθησαν ως μερίδιον και κληρονομία σου από τον Θεόν. Αυτά, δια τα οποία και συ
ειργάσθης με κόπον και μόχθον εις την γην.
Εκκλ. 9,10 πάντα, ὅσα ἂν
εὕρῃ ἡ χείρ σου τοῦ ποιῆσαι, ὡς ἡ
δύναμίς σου ποίησον, ὅτι οὐκ ἔστι ποίημα καὶ λογισμὸς
καὶ γνῶσις καὶ σοφία ἐν ᾅδῃ, ὅπου σὺ
πορεύῃ ἐκεῖ.
Εκκλ. 9,10 Ολα όσα είναι του χεριού σου και ημπορείς να τα
κάμης, κάμε τα με όλην σου την δραστηριότητα. Διότι στον άδην, όπου και συ
κατευθύνεσαι, όπως όλοι οι άνθρωποι, δεν υπάρχει δυνατότης δια κανένα έργον,
ούτε δια σχέδιον, ούτε γνώσις και σοφία, όπως υπάρχει εις την γην.
Εκκλ. 9,11 Ἐπέστρεψα καὶ
εἶδον ὑπὸ τὸν ἥλιον ὅτι οὐ τοῖς
κούφοις ὁ δρόμος καὶ οὐ τοῖς δυνατοῖς ὁ
πόλεμος καί γε οὐ τῷ σοφῷ ἄρτος καί γε οὐ τοῖς
συνετοῖς πλοῦτος καί γε οὐ τοῖς γινώσκουσι χάρις, ὅτι
καιρὸς καὶ ἀπάντημα συναντήσεται τοῖς πᾶσιν αὐτοῖς.
Εκκλ. 9,11 Παλιν εγώ παρετήρησα με προσοχήν εις την γην κάτω
από τον ήλιον και είδα ότι πολλές φορές δεν υπερέχουν στον δρόμον οι ταχείς
τους πόδας και ελαφροί, ούτε η νίκη δίδεται κατά τους πολέμους στους δυνατούς,
άκομη δε και ο άρτος δεν δίδεται στον σοφόν ούτε ο πλούτος στον συνετόν· ούτε
αναγνωρίζεται καμμία χάρις και εκτίμησις στους έχοντας γνώσιν. Υπάρχουν
περιστάσεις, κατά τας ο ποίας αυτοί θα συναντήσουν δυσκολίας και εναντιότητας.
Εκκλ. 9,12 ὅτι καί γε οὐκ
ἔγνω ὁ ἄνθρωπος τὸν καιρὸν αὐτοῦ·
ὡς οἱ ἰχθύες οἱ θηρευόμενοι ἐν ἀμφιβλήστρῳ
κακῷ καὶ ὡς ὄρνεα τὰ θηρευόμενα ἐν παγίδι, ὡς
αὐτὰ παγιδεύονται οἱ υἱοὶ τοῦ ἀνθρώπου
εἰς καιρὸν πονηρόν, ὅταν ἐπιπέσῃ ἐπ᾿
αὐτοὺς ἄφνω.
Εκκλ. 9,12 Ο άνθρωπος, βεβαίως, δεν γνωρίζει, τι θα του συμβή
κατά τας ημέρας της ζωής του. Οπως τα ψάρια συλλαμβάνονται στο ολέθριον δι'
αυτά δίκτυον, όπως τα πτηνά συλλαμβάνονται εις την παγίδα, έτσι και οι άνθρωποι
παγιδεύονται εις κάποιαν μοιραίαν και κακήν στιγμήν, όταν επέλθη εναντίον των
αιφνίδιος ο κίνδυνος, ο θάνατος.
Εκκλ. 9,13 Καί γε τοῦτο εἶδον
σοφίαν ὑπὸ τὸν ἥλιον, καὶ μεγάλη ἐστὶ
πρός με·
Εκκλ. 9,13 Είδα ακόμη και κάτι άλλο, που συμβαίνει εις την γην
υπό τον ήλιον, και το οποίον κατ' εμέ είναι μεγάλη σοφία.
Εκκλ. 9,14 πόλις μικρὰ καὶ
ἄνδρες ἐν αὐτῇ ὀλίγοι, καὶ ἔλθῃ
ἐπ᾿ αὐτὴν βασιλεὺς μέγας καὶ κυκλώσῃ
αὐτὴν καὶ οἰκοδομήσῃ ἐπ᾿ αὐτὴν
χάρακας μεγάλους·
Εκκλ. 9,14 Εναντίον μιας μικράς πόλεως, μέσα εις την οποίαν οι
υπερασπισταί της άνδρες ήσαν ολίγοι, επήλθεν ενας μεγάλος βασιλεύς. Την
περιεκύκλωσε, ανήγειρε γύρω από αυτήν χαρακώματα και ετοποθέτησε μεγάλας
πολιορκητικάς μηχανάς.
Εκκλ. 9,15 καὶ εὕρῃ
ἐν αὐτῇ ἄνδρα πένητα σοφόν, καὶ διασώσει αὐτὸς
τὴν πόλιν ἐν τῇ σοφίᾳ αὐτοῦ· καὶ
ἄνθρωπος οὐκ ἐμνήσθη σὺν τοῦ ἀνδρὸς
τοῦ πένητος ἐκείνου.
Εκκλ. 9,15 Ευρέθηκε όμως μέσα εις την πόλιν αυτήν νέας άνθρωπος
πτωχός και άσημος, συνετός όμως, και διέσωσε την πόλιν με την ικανότητά του.
Αυτόν όμως τον πτωχόν, αλλά σοφόν, άνθρωπον κανείς κατόπιν δεν τον ενεθυμήθη
Εκκλ. 9,16 καὶ εἶπα ἐγώ·
ἀγαθὴ σοφία ὑπὲρ δύναμιν, καὶ σοφία τοῦ
πένητος ἐξουδενωμένη, καὶ οἱ λόγοι αὐτοῦ οὐκ
εἰσὶν ἀκουόμενοι.
Εκκλ. 9,16 Είπα, λοιπόν, τότε εγώ από μέσα μου· “ανωτέρα πάντων
η σοφία από την δύναμιν”, έστω και αν είδα να καταφρονήται η σοφία του πτωχού
αυτού ανθρώπου και οι λόγοι του να μη εισακούωνται πλέον.
Εκκλ. 9,17 λόγοι σοφῶν ἐν
ἀναπαύσει ἀκούονται ὑπὲρ κραυγὴν ἐξουσιαζόντων
ἐν ἀφροσύναις.
Εκκλ. 9,17 Οι λόγοι πάντως των σοφών ακούονται με ηρεμίαν και
ευχαριστησιν, και προτιμώνται από τας κραυγάς των αρχόντων, οι οποίοι ασκούν
την εξουσίαν των ασυνέτως.
Εκκλ. 9,18 ἀγαθὴ σοφία
ὑπὲρ σκεύη πολέμου, καὶ ἁμαρτάνων εἷς ἀπολέσει
ἀγαθωσύνην πολλήν.
Εκκλ.
9,18 Προτιμοτέρα είναι η
σοφία και από αυτά τα πολεμικά μέσα, ενώ ενας αμαρτωλός και ασύνετος είναι
δυνατόν να καταστρέψη πολλήν και πολλών την ευτυχίαν.
ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΗΣ 10
Εκκλ. 10,1 Μυῖαι θανατοῦσαι
σαπριοῦσι σκευασίαν ἐλαίου ἡδύσματος· τίμιον ὀλίγον
σοφίας ὑπὲρ δόξαν ἀφροσύνης μεγάλην,
Εκκλ. 10,1 Μυίγες, που εψόφησαν μέσα εις μυρωμένον έλαιον, το
κανούν βρώμικον. Προτιμοτέρα είναι έστω και ολίγη σοφία, από την μεγάλην δόξαν
των αφρόνων.
Εκκλ. 10,2 καρδία σοφοῦ εἰς
δεξιὸν αὐτοῦ, καὶ καρδία ἄφρονος εἰς ἀριστερὸν
αὐτοῦ·
Εκκλ. 10,2 Η καρδία του σοφού είναι πάντοτε εις τα δεξιά του,
σκέπτεται, δηλαδή, τα ορθά και τα δίκαια. Η καρδία του ασυνέτου είναι εις τα
αριστερά, σκέπτεται μωρά και επιβλαβή.
Εκκλ. 10,3 καί γε ἐν ὁδῷ
ὅταν ἄφρων πορεύηται, καρδία αὐτοῦ ὑστερήσει, καὶ
ἃ λογιεῖται πάντα ἀφροσύνη ἐστίν.
Εκκλ. 10,3 Και εις την πορείαν της καθημερινής του ζωής ο
ασύνετος υστερεί εις ορθοφροσύνην, διότι όλα όσα συλλογίζεται είναι ανόητα και
ασύνετα.
Εκκλ. 10,4 ἐὰν πνεῦμα
τοῦ ἐξουσιάζοντος ἀναβῇ ἐπὶ σέ, τόπον σου μὴ
ἀφῇς, ὅτι ἴαμα καταπαύσει ἁμαρτίας μεγάλας.
Εκκλ. 10,4 Εάν η οργή ενός άρχοντος εκσπάση και στραφή εναντίον
σου, μη ταραχθής και μη δώσης αφορμήν, διότι η ηρεμία θα καταπαύση και θα
προλάβη μεγάλα κακά.
Εκκλ. 10,5 ἔστι πονηρία, ἣν
εἶδον ὑπὸ τὸν ἥλιον, ὡς ἀκούσιον ὃ
ἐξῆλθεν ἀπὸ προσώπου ἐξουσιάζοντος·
Εκκλ. 10,5 Είδα εγώ και ένα άλλο κακόν κάτω από τον ήλιον εις
την γην· το γεγονός ότι ενας άρχων απερισκέπτως εξουσιάζει και διατάσσει.
Εκκλ. 10,6 ἐδόθη ὁ ἄφρων
ἐν ὕψεσι μεγάλοις, καὶ πλούσιοι ἐν ταπεινῷ
καθήσονται.
Εκκλ. 10,6 Εις τους ασυνέτους δίδονται μερικές φορές υψηλά
αξιώματα, ενώ αντιθέτως οι πλούσιοι κατά την γνώσιν και την σοφίαν κάθονται
χαμηλότερα.
Εκκλ. 10,7 εἶδον δούλους ἐφ᾿
ἵππους καὶ ἄρχοντας πορευομένους ὡς δούλους ἐπὶ
τῆς γῆς.
Εκκλ. 10,7 Είδα δούλους να κάθωνται επάνω εις μεγαλοπρεπείς
ίππους, και πρώην άρχοντας να βαδίζουν με τα πόδια εις την γην ωσάν δούλοι.
Εκκλ. 10,8 ὁ ὀρύσσων
βόθρον εἰς αὐτὸν ἐμπεσεῖται, καὶ καθαιροῦντα
φραγμόν, δήξεται αὐτὸν ὄφις.
Εκκλ. 10,8 Εκείνος, που σκάπτει λάκκον δια τον άλλον, θα πέση ο
ίδιος μέσα εις αυτόν. Εκείνον ο οποίος κρημνίζει αδίκως τον ξηρότοιχον από τον
αγρόν του γείτονός του, δεν αποκλείεται να τον δαγκώση το φίδι.
Εκκλ. 10,9 ἐξαίρων λίθους
διαπονηθήσεται ἐν αὐτοῖς, σχίζων ξύλα κινδυνεύσει ἐν αὐτοῖς.
Εκκλ. 10,9 Εκείνος που βγάζει και μεταφέρει λίθους, θα
καταπονηθή. Και εκείνος που με το τσεκούρι σχίζει ξύλα, κινδυνεύει να κτυπηθή,
αν δεν προσέξη.
Εκκλ. 10,10 ἐὰν ἐκπέσῃ
τὸ σιδήριον, καὶ αὐτὸς πρόσωπον ἐτάραξε, καὶ
δυνάμεις δυναμώσει, καὶ περισσεία τοῦ ἀνδρείου σοφία.
Εκκλ. 10,10 Εάν πεταχθή το σίδερο από το στυλιάρι, θα τρομάξη ο
ξυλοκόπος και θα στενοχωρηθή και θα καταβάλη προσπαθείας να διορθώση το
τσεκούρι του. Αυτό είναι σοφία και δραστηριότης του επιμελούς ξυλοκόπου.
Εκκλ. 10,11 ἐὰν δάκῃ
ὄφις ἐν οὐ ψιθυρισμῷ, καὶ οὐκ ἔστι
περισσεία τῷ ἐπᾴδοντι.
Εκκλ. 10,11 Εάν ενας οφιοδαμαστής δαγκωθή από το φίδι του, διότι
δεν είπεν όπως έπρεπε τους μαγικούς ψιθυρισμούς, τίποτε πλέον δεν τον ωφελούν
οι ψιθυρισμοί αυτοί.
Εκκλ. 10,12 λόγοι στόματος σοφοῦ
χάρις, καὶ χείλη ἄφρονος καταποντιοῦσιν αὐτόν·
Εκκλ. 10,12 Τα λόγια του σοφού δίδουν ευχαρίστησιν και χαράν. Ενῷ τα λόγια του άφρονος θα
καταποντίσουν και αυτόν τον ίδιον.
Εκκλ. 10,13 ἀρχὴ λόγων
στόματος αὐτοῦ ἀφροσύνη, καὶ ἐσχάτη στόματος αὐτοῦ
περιφέρεια πονηρά,
Εκκλ. 10,13 Απ' αρχής τα λόγια του άφρονος είναι αμυαλωσύνη, και
έως τέλος είναι κακή και ανόητος παραφορά.
Εκκλ. 10,14 καὶ ὁ ἄφρων
πληθύνει λόγους, οὐκ ἔγνω ἄνθρωπος τί τὸ γενόμενον, καὶ
τί τὸ ἐσόμενον, ὅτι ὀπίσω αὐτοῦ, τίς ἀναγγελεῖ
αὐτῷ;
Εκκλ. 10,14 Ο ασύνετος λέγει πάρα πολλά λόγια, είναι φλύαρος. Ο
άνθρωπος δεν γνωρίζει ποιό είναι αυτό που τώρα γίνεται, τι είναι εκείνο που θα
γίνη στο μέλλον, διότι δεν υπάρχει και κανείς να του αποκαλύψη αυτά.
Εκκλ. 10,15 μόχθος τῶν ἀφρόνων
κοπώσει αὐτούς, ὃς οὐκ ἔγνω τοῦ πορευθῆναι
εἰς πόλιν.
Εκκλ. 10,15 Ο κόπος της εργασίας καταδάλλει εύκολα τους ασυνέτους
και ραθύμους. Ο άμυαλος και τεμπέλης δεν είναι ικανός ούτε εις την πόλιν να
μεταβή, διότι φοβείται την κούρασιν.
Εκκλ. 10,16 οὐαί σοι, πόλις, ἧς
ὁ βασιλεύς σου νεώτερος καὶ οἱ ἄρχοντές σου πρωΐ ἐσθίουσι.
Εκκλ. 10,16 Αλλοίμονον εις σέ, πόλις, η οποία έχεις βασιλέα νεαρόν
και άπειρον και της οποίας οι άρχοντες παρακάθηνται από πρωΐας εις συμπόσια.
Εκκλ. 10,17 μακαρία σύ, γῆ, ἧς
ὁ βασιλεύς σου υἱὸς ἐλευθέρων καὶ οἱ ἄρχοντές
σου πρὸς καιρὸν φάγονται ἐν δυνάμει καὶ οὐκ αἰσχυνθήσονται.
Εκκλ. 10,17 Ευτυχισμένη είσαι συ, η χώρα, που έχεις βασιλέα υιόν
ελευθέρων και ευσεβών ανθρώπων, οι δε άρχοντές σου τρώγουν με μέτρον εις την
κατάλληλον ώραν. Αυτοί, βασιλεύς και άρχοντες, δεν θα εντροπιασθούν ποτέ.
Εκκλ. 10,18 ἐν ὀκνηρίαις
ταπεινωθήσεται ἡ δόκωσις, καὶ ἐν ἀργίᾳ χειρῶν
στάξει ἡ οἰκία.
Εκκλ. 10,18 Από την οκνηρίαν του οικοδεσπότου και των εργατών θα
πέση η ξυλίνη σκέπη του σπιτιού. Και εξ αιτίας της τεμπελιάς των χειρών των η
οικία θα σταλάζη.
Εκκλ. 10,19 εἰς γέλωτα ποιοῦσιν
ἄρτον καὶ οἶνον καὶ ἔλαιον τοῦ εὐφρανθῆναι
ζῶντας, καὶ τοῦ ἀργυρίου ταπεινώσει ἐπακούσεται τὰ
πάντα.
Εκκλ. 10,19 Οι ασύνετοι άρχοντες κατά το διάστημα της ζωής των
παραθέτουν πλούσια φαγητά και οίνον και πολύτιμα μύρα, δια να ευφραίνωνται, και
γελούν. Με το αργύριόν των προσπαθούν να ταπεινώσουν και ταπεινώνουν τους
πάντας και τα πάντα.
Εκκλ. 10,20 καί γε ἐν
συνειδήσει σου βασιλέα μὴ καταράσῃ, καὶ ἐν ταμιείοις
κοιτώνων σου μὴ καταράσῃ πλούσιον· ὅτι πετεινὸν τοῦ
οὐρανοῦ ἀποίσει σὺν τὴν φωνήν σου, καὶ ὁ
ἔχων τὰς πτέρυγας ἀπαγγελεῖ λόγον σου.
Εκκλ.
10,20 Συ όμως ούτε από μέσα
σου μη σκεφθής και είπης κάτι κακόν εναντίον του βασιλέως· και στο
εσωτερικώτερον δωμάτιόν σου, τον κοιτώνα σου, μη κατακρίνης τον πλούσιον
άρχοντα. Διότι κάποιο πουλί του ουρανού θα μεταφέρη την κατηγορίαν σου προς
αυτόν. Ο πτερωτός αυτός αγγελιαφόρος θα αναγγείλη εις εκείνον τα επικριτικά
λόγια σου.
ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΗΣ 11
Εκκλ. 11,1 Ἀπόστειλον τὸν
ἄρτον σου ἐπὶ πρόσωπον τοῦ ὕδατος, ὅτι ἐν
πλήθει ἡμερῶν εὑρήσεις αὐτόν·
Εκκλ. 11,1 Σπείρε το σιτάρι σου κατά το φθινόπωρον στον καιρόν
των βροχών. Επειτα δε από ωρισμένον χρόνον θα μαζεύσης αυτό πολύ περισσότερον.
Εκκλ. 11,2 δὸς μερίδα τοῖς
ἑπτὰ καί γε τοῖς ὀκτώ, ὅτι οὐ γινώσκεις τί ἔσται
πονηρὸν ἐπὶ τὴν γῆν.
Εκκλ. 11,2 Μοίρασε το ψωμί σου εις πολλούς και εις ακόμη
περισσοτέρους, που πεινούν. Διότι δεν γνωρίζεις, ποιά δυστυχία ημπορεί αργότερα
να εύρη και σε τον ίδιον εις την γην αυτήν.
Εκκλ. 11,3 ἐὰν πλησθῶσι
τὰ νέφη ὑετοῦ, ἐπὶ τὴν γῆν ἐκχέουσι·
καὶ ἐὰν πέσῃ ξύλον ἐν τῷ νότῳ καὶ
ἐὰν ἐν τῷ βοῤῥᾷ, τόπῳ, οὗ
πεσεῖται τὸ ξύλον, ἐκεῖ ἔσται.
Εκκλ. 11,3 Εάν πυκνωθούν τα νέφη και γεμίσουν τον ουρανόν, θα
αναλυθούν εις βροχήν. Εάν ένα δένδρον φυτευθή οπουδήποτε εις την γην, είτε στον
βορράν είτε στον νότον, εκεί θα υπάρχη, εκεί θα καρποφορή.
Εκκλ. 11,4 τηρῶν ἄνεμον
οὐ σπερεῖ, καὶ βλέπων ἐν ταῖς νεφέλαις οὐ
θερίσει.
Εκκλ. 11,4 Εκείνος που προσέχει πολύ τους ανέμους και
λεπτολογεί, ποτέ δεν θα σπείρη. Και εκείνος ο οποίος συνεχώς παρατηρεί τα
σύννεφα, ποτέ δεν θα θερίση.
Εκκλ. 11,5 ἐν οἷς οὐκ
ἔστι γινώσκων τίς ἡ ὁδὸς τοῦ πνεύματος. ὡς ὀστᾶ
ἐν γαστρὶ κυοφορούσης, οὕτως οὐ γνώσῃ τὰ
ποιήματα τοῦ Θεοῦ, ὅσα ποιήσει σὺν τὰ πάντα.
Εκκλ. 11,5 Οπως ο άνθρωπος δεν γνωρίζει την κίνησιν και την
κατεύθυνσιν του ανέμου, δεν γνωρίζει πως διαμορφώνεται το σώμα και τα οστά του
εμβρύου μέσα εις την κοιλίαν της μητρός του, έτσι δεν είναι εις θέσιν να
γνωρίζη και τα θεία δημιουργήματα· πως, δηλαδή, ο Θεός εδημιούργησε και κυβερνά
τα πάντα.
Εκκλ. 11,6 ἐν τῷ πρωΐ
σπεῖρον τὸ σπέρμα σου, καὶ εἰς ἑσπέραν μὴ ἀφέτω
ἡ χείρ σου, ὅτι οὐ γινώσκεις ποῖον στοιχήσει, ἢ
τοῦτο ἢ τοῦτο, καὶ ἐὰν τὰ δύο ἐπὶ
τὸ αὐτὸ ἀγαθά.
Εκκλ. 11,6 Σπείρε το σιτάρι σου κατά το διάστημα της ημέρας,
και κατά την εσπέραν ακόμη ας μη σταματήση το χέρι σου να σπέρνη. Διότι δεν
γνωρίζεις, ποιοί σπόροι θα ευδοκιμήσουν αυτοί η εκείνοι η και οι δυο μαζή.
Εκκλ. 11,7 καὶ γλυκὺ τὸ
φῶς καὶ ἀγαθὸν τοῖς ὀφθαλμοῖς τοῦ
βλέπειν σὺν τὸν ἥλιον·
Εκκλ. 11,7 Ωραίον και γλυκύ είναι το φως. Ευχάριστον στους
οφθαλμούς να βλέπουν τον ήλιον, ευχάριστος η ζωή δια τον άνθρωπον.
Εκκλ. 11,8 ὅτι καὶ ἐὰν
ἔτη πολλὰ ζήσεται ὁ ἄνθρωπος, ἐν πᾶσιν αὐτοῖς
εὐφρανθήσεται καὶ μνησθήσεται τὰς ἡμέρας τοῦ
σκότους, ὅτι πολλαὶ ἔσονται· πᾶν τὸ ἐρχόμενον
ματαιότης.
Εκκλ. 11,8 Και εάν πολλά χρόνια ζήση ο άνθρωπος εις την γην,
κατά το διάστημα όλων αυτών των ετών θα ευφρανθή. Θα ενθυμήται όμως και τας
σκοτεινάς ημέρας του θανάτου, αι οποίαι θα είναι πολλαί, απροσμέτρητοι. Αλλά
κάθε τι, που συμβαίνει εις την ζωήν μας, είναι μάταιον και παροδικόν.
Εκκλ. 11,9 Εὐφραίνου,
νεανίσκε, ἐν νεότητί σου, καὶ ἀγαθυνάτω σε ἡ καρδία σου
ἐν ἡμέραις νεότητός σου, καὶ περιπάτει ἐν ὁδοῖς
καρδίας σου ἄμωμος καὶ μὴ ἐν ὁράσει ὀφθαλμῶν
σου καὶ γνῶθι ὅτι ἐπὶ πᾶσι τούτοις ἄξει
σε ὁ Θεὸς ἐν κρίσει.
Εκκλ. 11,9 Απόλαυσε λοιπόν, νεαρέ, την νεότητά σου, ας ευφρανθή
η καρδιά σου κατά τας ημέρας της νεότητός σου· βάδιζε όμως τας οδούς, τας
οποίας υπαγορεύει εις σε η καρδία σου, χωρίς εκτροπάς, χωρίς ψεγάδια. Μη
παρασύρεσαι από τας πρώτας εντυπώσεις των οφθαλμών σου. Εχε δε υπ' όψιν σου,
ότι ο Θεός, ο οποίος σε βλέπει, θα σε κρίνη δι' όλα τα έργα σου.
Εκκλ. 11,10 καὶ ἀπόστησον
θυμὸν ἀπὸ καρδίας σου καὶ παράγαγε πονηρίαν ἀπὸ
σαρκός σου, ὅτι ἡ νεότης καὶ ἡ ἄνοια ματαιότης.
Εκκλ.
11,10 Διώξε τον θυμόν από
την καρδίαν σου. Διωξε από κοντά σου τας πονηράς επιθυμίας, διότι η νεότης και
η αμυαλωσύνη είναι ματαιότης.
ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΗΣ 12
Εκκλ. 12,1 Καὶ μνήσθητι τοῦ
κτίσαντός σε ἐν ἡμέραις νεότητός σου, ἕως ὅτου μὴ
ἔλθωσιν ἡμέραι τῆς κακίας καὶ φθάσωσιν ἔτη, ἐν
οἷς ἐρεῖς· οὐκ ἔστι μοι ἐν αὐτοῖς
θέλημα·
Εκκλ. 12,1 Κατά τα έτη της νεότητός σου, και πάντοτε, να
ενθυμήσαι τον δημιουργόν σου, δια να μη έλθουν ημέραι πόνου και ταλαιπωρίας του
γήρατος και φθάσουν έτη, κατά τα οποία θα πης· “δεν έχω πλέον την θέλησιν και
την δύναμιν δι'αυτά τα πράγματα, δια τον σεβασμόν και την υπακοήν προς τον
Θεόν”.
Εκκλ. 12,2 ἕως οὗ μὴ
σκοτισθῇ ὁ ἥλιος καὶ τὸ φῶς καὶ ἡ
σελήνη καὶ οἱ ἀστέρες, καὶ ἐπιστρέψωσι τὰ
νέφη ὀπίσω τοῦ ὑετοῦ·
Εκκλ. 12,2 Να ενθυμήσαι τον πλάστην σου, πριν σκοτισθούν δια σε
ο ήλιος, το φως, η σελήνη και οι αστέρες, και επανέλθουν έπειτα βαρυφορτωμένα
πάλιν τα σύννεφα της βροχής και παραταθή ο χειμώνας της ζωής σου.
Εκκλ. 12,3 ἐν ἡμέρᾳ,
ᾗ ἐὰν σαλευθῶσι φύλακες τῆς οἰκίας καὶ
διαστραφῶσιν ἄνδρες τῆς δυνάμεως, καὶ ἤργησαν αἱ
ἀλήθουσαι, ὅτι ὠλιγώθησαν, καὶ σκοτάσουσιν αἱ
βλέπουσαι ἐν ταῖς ὀπαῖς·
Εκκλ. 12,3 Κατά τας ημέρας των γηρατείων σου θα τρέμουν οι
φύλακες του σώματός σου, τα χέρια σου, θα κυρτωθούν οι ώμοί σου και θα
αδυνατίσουν τα πόδια σου, τα οποία σαν ισχυροί άνδρες σε συγκρατούσαν. Τα
δόντια σου, τα οποία άλλοτε άλεθαν τας τροφάς θα βραδύνουν στο άλεσμά των.
Εμειναν άλλωστε λιγοστά, τα περισσότερα έπεσαν. Αι κόραι των οφθαλμών σου, αι
οποίαι από τις κόγχες των, σαν άπό παράθυρα, βλέπουν, θα καλυφθούν από το
σκοτάδι.
Εκκλ. 12,4 καὶ κλείσουσι
θύρας ἐν ἀγορᾷ, ἐν ἀσθενείᾳ φωνῆς τῆς
ἀληθούσης, καὶ ἀναστήσεται εἰς φωνὴν τοῦ
στρουθίου, καὶ ταπεινωθήσονται πᾶσαι αἱ θυγατέρες τοῦ ᾄσματος·
Εκκλ. 12,4 Τοτε τα θυρόφυλλα του στόματός σου, τα χείλη και αι
σιαγόνες σου, θα κλεισθούν και θα παύσουν να αγορεύουν. Η φωνή του στόματός σου
θα αδυνατήση, θα γίνη λεπτή σαν το λάλημα του στρουθίου. Τα αυτιά και η γλώσσα
σου, όργανα άλλοτε του τραγουδιού σου, θα αδυνατήσουν.
Εκκλ. 12,5 καὶ ἀπὸ
ὕψους ὄψονται, καὶ θάμβοι ἐν τῇ ὁδῷ·
καὶ ἀνθήσῃ τὸ ἀμύγδαλον, καὶ παχυνθῇ ἡ
ἀκρίς, καὶ διασκεδασθῇ ἡ κάππαρις, ὅτι ἐπορεύθη
ὁ ἄνθρωπος εἰς οἶκον αἰῶνος αὐτοῦ,
καὶ ἐκύκλωσαν ἐν ἀγορᾷ οἱ κοπτόμενοι·
Εκκλ. 12,5 Θα βλέπουν τα γεροντικά μάτια με φόβον τον ανήφορον
και θα θαμπώνουν στον δρόμον. Θα ανθηση η αμυγδαλιά, θα ασπρίση δηλαδή το
κεφάλι του γέροντος. Τα ευκίνητα άλλοτε, ωσάν ακρίδες, πόδια του, θα γίνουν
δυσκίνητα. Η όρεξις δια τα φαγητά και τας απολαύσεις της ζωής θα μειωθή στο
ελάχιστον. Και ο άνθρωπος θα οδηγηθή πλέον εις την τελευταίαν επίγειον
κατοικίαν του, τον τάφον. Θα τον περιστοιχίζουν πενθούντες οι οικείοι του και
οι πληρωμένοι μοιρολογηταί.
Εκκλ. 12,6 ἕως ὅτου μὴ
ἀνατραπῇ τὸ σχοινίον τοῦ ἀργυρίου, καὶ
συντριβῇ τὸ ἀνθέμιον τοῦ χρυσίου, καὶ συντριβῇ
ὑδρία ἐπὶ τῇ πηγῇ, καὶ συντροχάσῃ ὁ
τροχὸς ἐπὶ τὸν λάκκον,
Εκκλ. 12,6 Λοιπόν, να ενθυμήσαι τον Πλάστην σου, πριν το
πολύτιμον ασημένιο νήμα της ζωής σου κοπή, πριν συντριβή το χρυσό ανθοδοχείον
του βίου σου, πριν σπάση η υδρία εις την πηγήν και το μαγγάνι ξεδιπλωθή και
κινηθή ολοταχώς μέσα στο πηγάδι.
Εκκλ. 12,7 καὶ ἐπιστρέψῃ
ὁ χοῦς ἐπὶ τὴν γῆν, ὡς ἦν, καὶ
τὸ πνεῦμα ἐπιστρέψῃ πρὸς τὸν Θεόν, ὃς
ἔδωκεν αὐτό.
Εκκλ. 12,7 Και τότε θα επιστρέψη πλέον το χώμα, το σώμα δηλαδή,
εις την γην, όπου και όπως ήτο πριν πλασθή. Η ψυχή όμως θα επανέλθη στον Θεόν,
ο οποίος την έπλασε και την έδωκε.
Εκκλ. 12,8 ματαιότης ματαιοτήτων, εἶπεν
ὁ ἐκκλησιαστής, τὰ πάντα ματαιότης.
Εκκλ. 12,8 Και πάλιν ο Εκκλησιαστής λέγει και επαναλαμβάνει·
ματαιότης ματαιοτήτων τα πάντα είναι ματαιότης.
Εκκλ. 12,9 Καὶ περισσὸν
ὅτι ἐγένετο ἐκκλησιαστὴς σοφός, ὅτι ἐδίδαξε
γνῶσιν σὺν τὸν λαόν, καὶ οὖς ἐξιχνιάσεται
κόσμιον παραβολῶν.
Εκκλ. 12,9 Σοφός με το παραπάνω έγινεν ο Εκκλησιαστής, την δε
σοφίαν του αυτήν και γνώσιν την εδίδαξεν στον λαόν. Καθε δε αυτί ανθρώπου ημπορεί,
εάν θέλη, να εξερευνήση και εξιχνιάση τον πλούτον των ωραίων αυτών παραβολών.
Εκκλ. 12,10 πολλὰ ἐζήτησεν
ἐκκλησιαστὴς τοῦ εὑρεῖν λόγους θελήματος καὶ
γεγραμμένον εὐθύτητος, λόγους ἀληθείας.
Εκκλ. 12,10 Πολλάς ερεύνας και αναζητήσεις έκαμεν ο Εκκλησιαστής,
δια να εύρη ωραίους και ευαρέστους λόγους, και να καταγράψη τους λόγους αυτούς
της σοφίας και αληθείας με ακρίβειαν και ευθύτητα.
Εκκλ. 12,11 Λόγοι σοφῶν ὡς
τὰ βούκεντρα καὶ ὡς ἧλοι πεφυτευμένοι, οἳ παρὰ
τῶν συνθεμάτων ἐδόθησαν ἐκ ποιμένος ἑνὸς
Εκκλ. 12,11 Οι λόγοι των σοφών ομοιάζουν ωσάν την βουκέντραν, που
κεντούν εις κίνησιν και εργασίαν. Ομοιάζουν με καρφωμένα καρφιά δια την ψυχήν
του ακροατού. Οι σοφοί αυτοί λόγοι αποτελούν συλλογήν· τους έχει δε εμπνεύσει ο
ενας και μοναδικός ποιμήν, ο Θεός.
Εκκλ. 12,12 καὶ περισσὸν ἐξ
αὐτῶν. υἱὲ μου, φύλαξαι, τοῦ ποιῆσαι βιβλία
πολλά· οὐκ ἔστι περασμός, καὶ μελέτη πολλὴ κόπωσις
σαρκός.
Εκκλ. 12,12 Είναι αυτοί αρκετοί. Παιδί μου, πρόσεξε, δια να σε
οδηγήσουν εις την ορθήν αντίληψιν της ζωής και του καθήκοντος. Παιδί μου,
πρόσεξε να μη μαζέψης πολλά βιβλία. Δεν τελειώνουν αυτά ποτέ. Και μη λησμονής,
ότι η πολλή μελέτη είναι καταπόνησις του πνεύματος και του σώματος.
Εκκλ. 12,13 Τέλος λόγου, τὸ πᾶν
ἄκουε· τὸν Θεὸν φοβοῦ καὶ τὰς ἐντολὰς
αὐτοῦ φύλασσε, ὅτι τοῦτο πᾶς ὁ ἄνθρωπος.
Εκκλ. 12,13 Ας κατακλείσωμεν τον λόγον μας με το σύνθημα· Ολα τα
λόγια αυτά άκουέ τα· να φοβήσαι τον Θεόν, να τηρής τας εντολάς του, διότι εις
αυτό έγκειται η αξία και ο προορισμός παντός ανθρώπου.
Εκκλ. 12,14 ὅτι σύμπαν τὸ
ποίημα ὁ Θεὸς ἄξει ἐν κρίσει, ἐν παντὶ
παρεωραμένῳ, ἐὰν ἀγαθὸν καὶ ἐὰν
πονηρόν.
Εκκλ.
12,14 Και μη λησμονής ότι ο
Θεός θα κρίνη όλας ανεξαιρέτως τας πράξεις των ανθρώπων, όσον απόκρυφοι και
λησμονημένοι αν είναι αυταί· τόσον τας καλάς όσον και τας κακάς.